Η γειτονιά που μεγάλωσα

Δεν θέλει τελικά πολύ, φτάνει μια μικρή λεπτομέρεια για να κάνει το μυαλό να ταξιδέψει χρόνια πίσω.
Να λάβει ένα τόσο δα ερέθισμα που θα το σύρει στο χθες, σε γειτονιές και εικόνες μιας άλλης εποχής. Αυτής που για κάποιους ήταν μοναδική και υπέροχη όμως για κάποιους άλλους γεμάτη από διδάγματα ζωής μέσα από το πιο σκληρό της πρόσωπο.

Μια εποχή που κάποιοι μπόρεσαν να είναι παιδιά και άλλοι πάλι μεγάλωσαν πριν την ηλικία τους. Αναδρομή σε χρόνια περίεργα γεμάτα από αναμνήσεις θλίψης και λιγότερης χαράς. Κάπου εκεί τα παιδικά μου χρόνια στην παλιά μου γειτονιά, σε αυτήν που μεγάλωσα και με έπλασε ως χαρακτήρα.

Εκεί λοιπόν βρέθηκε σήμερα ο νους, έτσι απλά από το τίποτα μπήκε σε σοκάκια και άρχισε να αλωνίζει χωρίς να ρωτήσει. Έτσι απλά πήρε φόρα και έφυγε φέρνοντας μπροστά μου εικόνες που θάφτηκαν πριν χρόνια μα ανεξίτηλες έμειναν χαραγμένες βαθιά στη ψυχή μου. Τραύματα που ποτέ δεν έκλεισαν και ούτε πρόκειται, τραύματα σκεπασμένα από έναν διάφανο μανδύα.

Ξέρεις ότι βιώνει ένα παιδί μένει χαραγμένο για πάντα μέσα του. Χρόνια στενάχωρα λοιπόν, χρόνια που με έκαναν να επιλέξω και να αγαπήσω τον μοναχικό δρόμο με μόνη χαρά και στήριγμα το σπίτι μου. Να ανοίγω την πόρτα και να αντικρίζω τον άνθρωπο που μου στάθηκα σαν βράχος δυνατός σε κάθε πίκρα, σε κάθε βήμα. Δεν είναι όλα τόσο ρόδινα τελικά όταν είσαι παιδί, ούτε είναι ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος. Γίνονται άδικα και σκληρά τα παιδιά, δεν θα σε βάλουν εύκολα στη παρέα τους μήτε θα σε αγκαλιάσουν.

Θα μου πείτε, μα είναι παιδιά και θα συμφωνήσω όμως και το άλλο παιδί είναι, θα απαντήσω εγώ. Σε βάζουν στο περιθώριο χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν τις συνέπειες και το βαθύ χαράκωμα αυτών μα ούτε το κακό που σου προκαλούν. Και κάθε που χτύπαγε το κουδούνι έτρεχα με χαρά για το σπίτι και κάθε που ξημέρωνε έφευγα με θλίψη στο βλέμμα.

Κάθε που τελείωνε η εβδομάδα πέταγα σαν πουλί από χαρά γιατί θα ήμουν με ανθρώπους που με λάτρευαν και απλόχερα αγάπη μου έδιναν μα κάθε που ερχόταν η Δευτέρα φάνταζε ασήκωτο το φορτίο στο σακίδιο. Μονάχα σπίτι μου ένιωθα παιδί, εκεί ήμουν ο εαυτός μου και δεν φοβόμουν. Εκεί γέλαγα, έπαιζα και έτρεχα ανέμελα, έξω από αυτό όμως ένιωθα κουτάβι αδέσποτο που έψαχνε μια γωνιά να κρυφτεί.

Και μεγάλωσα απότομα και έμαθα να με προστατεύω σε δρόμους και καλντερίμια. Βίωσα την πίκρα, γνώρισα τον χαμό όμως με ψηλά το κεφάλι χέρι χέρι με τον βράχο της ζωής μου ανοίξαμε βήμα για το πιο πέρα, το αύριο το μακρινό και δεν γύρισα το βλέμμα μου λεπτό πίσω να δω. Χαιρέτισα την παλιά μου γειτονιά υπερήφανα, την γειτονιά που μεγάλωσα πριν ακόμη έρθει η ώρα μου και πίσω δεν γύρισα ξανά.

Στέλλα Α.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *