Σαν σήμερα, 20 Ιουνίου 1978 – Ο σεισμός που η Θεσσαλονίκη δε θα ξεχάσει ποτέ.
Post Views: 4
Σαν σήμερα..
Θεσσαλονίκη – 41 χρόνια πριν.
Τρίτη 20 Ιουνίου 1978
Ώρα: 23:04
Σεισμός: 6,5 Ρίχτερ
Επίκεντρο: Μεταξύ των λιμνών του Αγίου Βασιλείου και της Βόλβης
Τραγικός απολογισμός: 49 νεκροί (πέραν των τραυματιών, της ψυχικής οδύνης και της τεράστιας υλικής καταστροφής)
Υπάρχει άραγε κανείς που να έζησε εκείνη τη νύχτα και να την έχει ξεχάσει;
Εννιά χρονών ήμουν και θυμάμαι το μεγάλο σεισμό της Τρίτης, αλλά και τον προσεισμό του μεσημεριού της Δευτέρας, με κάθε λεπτομέρεια.
Από τη μια, ένας αγώνας ποδοσφαίρου (Μουντιάλ Αργεντινής, Ιταλία – Αυστρία), στο ένα από τα δύο μοναδικά τότε κανάλια της κρατικής τηλεόρασης (ΥΕΝΕΔ), μας “εξόρισε” από το σπίτι μας εμένα, την αδερφή μου και τη μητέρα μου, στο σπίτι της γιαγιάς μου λίγα μέτρα πιο πέρα.
Κι από την άλλη, η αφόρητη ζέστη εκείνης της βραδιάς, όπως άλλωστε τα περισσότερα καλοκαιρινά βράδια κι έτσι βρεθήκαμε να καθόμαστε στη μικρή αυλίτσα της γιαγιάς μου και να παρακολουθούμε, μέσα από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα, μια σειρά που έδειχνε τότε, με πρωταγωνιστή τον αείμνηστο Γιώργο Φούντα (ΕΡΤ).
Ζέστη, άπνοια, βαρεμάρα, υποτονικότητα..
Ξαφνικά άρχισε η γη να πηγαίνει πέρα δώθε! Και μαζί της κι εμείς. Όλα πήγαιναν πέρα δώθε! Κοιταζόμασταν με τρόμο.. Δε σταματούσε.. Σηκωθήκαμε και βγήκαμε στο δρόμο μπροστά στο σπίτι. Η γιαγιά μου είχε πέσει κάτω. Γύρισε η μαμά μου, τη σήκωσε και την έβγαλε έξω. Κι ο σεισμός συνεχίζονταν!
Φριχτή η βοή που ερχόταν σαν ουρλιαχτό από τα έγκατα της γης, αλλά εξίσου φριχτό κι όλο εκείνο το συνονθύλευμα των ήχων από τα πάντα πάνω στη γη! Όλα χτυπούσαν, έτριζαν, έπεφταν, έσπαγαν.
Θυμάμαι, σαν τώρα, πόσο εκκωφαντικά χτυπούσε η ανοιχτή τζαμαρία στο σπίτι της θείας μου που ήταν πάνω από αυτό της γιαγιάς μου. Νόμιζα πως θα σπάσει και θα πέσουν τα γυαλιά πάνω μας.
Εκείνη την ώρα η θεία μου με την οικογένειά της ανέβαιναν τις σκάλες. Τους κοίταζα, προσπαθούσαν να κρατηθούν από τα κάγκελα και να προστατεύσουν τα παιδιά τους. Και το φρεσκοαγορασμένο γάλα στο γκιούμι, που κρατούσε ο θείος μου, χυνόταν ακατάστατα. Και ο σεισμός συνεχιζόταν!
Μετά η βιαστική φυγή στο χωριό, ο φόβος, οι εφιάλτες τις νύχτες.
Ήμουνα παιδί κι αυτό το γεγονός με είχε σοκάρει κυριολεκτικά. Ένα τρομακτικό συναίσθημα είχε εγκατασταθεί μέσα μου κι ήμουν αναγκασμένη να ζω με αυτό!
Έχω ακόμα μπροστά μου εικόνες, με δρόμους σκισμένους στα δυο, πρωτοσέλιδα στην εφημερίδα που έπαιρνε ο παππούς, οι οποίες με έκαναν σαν περπάταγα να κοιτώ με τρόμο κατάχαμα, φοβούμενη πως θα ανοίξει η γη και θα με καταπιεί.
Τα βράδια ξύπναγα από τους εφιάλτες. Κοίταγα έξω από το ανοιχτό παράθυρο κι έβλεπα σκιές να κουνιούνται και μου κοβόταν η ανάσα.
Βλέπεις, λίγο ο φωτισμένος από το φεγγάρι ουρανός, λίγο η κληματαριά με τα κενά που άφηνε μέσα από τις φυλλωσιές της, δεν ήθελε και πολύ η παιδική φαντασία να ξεφύγει, μέσα στην απόκοσμη ερημιά της νύχτας σε ένα απόμερο χωριό!
Λίγο καιρό μετά η επιστροφή.
Πρόχειρα λυόμενα κι αντίσκηνα παντού. Λες και γυρνώντας βρήκαμε έναν άλλον τόπο κι όχι την πανέμορφη πόλη μας, όπου είχαμε γεννηθεί και μεγαλώναμε!
Στις σκηνές είχαμε μεταφέρει τα απολύτως απαραίτητα και ζούσαμε μέσα στο φόβο και την αγωνία.
Κι όταν χρειαζόμασταν κάτι από τα σπίτια μας, ήρωας ήταν όποιος έμπαινε να το πάρει.
Πρόσφυγες, λοιπόν, στις ίδιες μας τις γειτονιές, στην ίδια μας την πόλη!
Αντιμέτωποι μ’ έναν αόρατο εχθρό που δεν ξέραμε που, πότε και πόσο άσχημα θα χτυπήσει.
Θα μπορούσα να πω ότι αυτός είναι ο ορισμός του τρόμου.
Όμως, όπως πάντα, η ζωή συνεχίστηκε. Οι μνήμες, βέβαια, έμειναν κυριολεκτικά ανεξίτηλες. Οι άνθρωποι που χάθηκαν δε γύρισαν πίσω. Οι πιο πολλοί από αυτούς πλήρωσαν, τραγικά και άδικα, την ανθρώπινη επιπολαιότητα και πλεονεξία.
Τέτοιες καταστροφές, αλλά και πολύ μεγαλύτερες, συνέβησαν πολλές ανά τον κόσμο και πριν και μετά το σεισμό της Θεσσαλονίκης.
Το μάθημα του όμως ο άνθρωπος δεν το έμαθε ποτέ. Κι είναι ακόμα υπερφίαλος και αλαζόνας και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να χειριστεί και να διεκδικήσει όλα αυτά που ποτέ δεν του ανήκαν.
Ποτέ δεν κατάλαβε πόσο μικρός είναι μπροστά στην απεραντοσύνη του χώρου και του χρόνου. Και δε σταμάτησε στιγμή να τα βάζει μαζί τους.
Κι αυτό το πλήρωνε, το πληρώνει και θα το πληρώνει έως ότου αφανιστεί!
Κατερίνα Πανταλέων
Post Views: 4