Μη δίνετε τ’ άγια στα σκυλιά!

«Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς».

Και σε μετάφραση…

«Mη δώσετε αυτό που είναι άγιο στα σκυλιά, ούτε να ρίξετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους, μήπως τα καταπατήσουν με τα πόδια τους και στραφούν και σας ξεσκίσουν».

Αυτή είναι η φράση που είπε ο Κύριος στην επί του όρους ομιλία του, και που τη συναντάμε στο κεφάλαιο ζ΄ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. 

Τι εννοούσε;

Η Αλκυόνη Παπαδάκη στο «Χρώμα του φεγγαριού» το εξηγεί σε απλά ελληνικά:

«Μη βιάζεσαι να ξεπουλάς σε μικροπωλητές το θησαυρό που’ χεις μαζέψει στην ψυχή σου. Όση ανάγκη και αν έχεις».

Μα γιατί το κάνουμε αυτό;

Γιατί ξοδευόμαστε ανώφελα επενδύοντας σε πέτρινες ψυχές;

Κι έρχεται εκεί ο κυρ Αλέξανδρος (Παπαδιαμάντης) να μας δώσει την απάντηση:

«Κάποιοι άνθρωποι δεν άξιζαν παραπάνω, απλά δεθήκαμε γιατί πιστεύαμε ότι αξίζαμε εμείς λιγότερο (Φόνισσα)».

Έτσι είναι.

Σκληρή η ζωή, διάστικτη η καθημερινότητα.

Γεμάτη από λεκέδες απογοήτευσης, θλίψης, πόνου, προσβολών, φθόνου, εκμετάλλευσης, απληστίας, αχαριστίας.

Απότομα πέφτεις από το ροζ συννεφάκι, κι όταν αποφασίζεις να κολυμπήσεις στα βαθιά, αντικρίζεις το σκληρό πρόσωπο των ανθρώπων, την κακή πλευρά τους και διαμορφώνεις την αντίληψη ότι όλα είναι μαύρα, ότι δεν υπάρχει τίποτα αυθεντικό, ότι είναι ουτοπία να αναζητά κανείς την αλήθεια την αγάπη, την εκτίμηση, το σεβασμό.

Κι έτσι βολεύεσαι με ψίχουλα.

Σου πετάνε ένα ξεροκόμματο τρυφερότητας που διαρκεί όσο το σπίρτο που ανάβει το κοριτσάκι στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.

Κι εσύ προσπαθείς να ανάψεις φωτιά με κείνο το καμμένο σπίρτο.

Να κρατήσεις ζωντανή τη φλόγα της παροδικής σου ευτυχίας, το φως μιας υπό αίρεση χαράς. 

Και βλέπεις ότι δεν κρατάει. 

Κι ανάβεις και δεύτερο και τρίτο σπίρτο∙ και ξοδεύεις όλα σου τα σπίρτα μήπως και ζεστάνεις τις παγωμένες ψυχές.

Κι ούτε που νοιάζεσαι μήπως ξεμείνεις από σπίρτα, μήπως μετά μείνεις μόνος και παγώσεις.

Ανοίγεις το σεντούκι με τους θησαυρούς σου και αβέρτα τους μοιράζεις.

Μα δεν καταλαβαίνεις ότι δεν μοιράζεσαι, σκορπίζεις…

Γιατί κουράστηκες να ζεις στην απομόνωση και στο σκοτάδι.

Κι ένα βράδυ παραμονή Πρωτοχρονιάς αποφασίζεις τα άγια που έχεις να τα δώσεις στα σκυλιά.

Στον πρώτο περαστικό που θα σου δώσει ένα κέρμα.

Ούτε που σκέφτεσαι πως θα σε προσπεράσει.

Ούτε που σκέφτεσαι πώς μπορεί απλά να μην τα’ αξίζει.

Θαρρείς πως δεν αξίζεις τίποτα παραπάνω.

Μην το κάνεις, θυμήσου τα λόγια του Ευαγγελίου.

Αν χόρταινες με ψίχουλα, θα ήσουν περιστέρι.

Αλλά δεν είσαι.

Μη ρίχνεις λοιπόν την ψυχή σου βορά στα όρνια.

Θα την ξεσκίσουν και έτσι θα μείνεις με μία ψυχή τσακισμένη και ποδοπατημένη.

Χωρίς ελπίδα να νιώσεις ή να δώσεις αγάπη ξανά.

Να έχεις υπομονή, να σέβεσαι τον εαυτό σου, να κάνεις σωστές επιλογές και η ζωή θα σε ανταμείψει. 

Ανθή Γεώργα

About Ανθή Γεώργα

Γεννήθηκα στην Αθηνα, παιδί της γενιάς του 80, όταν μεσουρανούσαν η ντίσκο, το μαλλί αφανα και τα κόκκινα αυτοκίνητα. Σ αυτή τη γιγαντουπολη μένω και το απολαμβάνω, έχοντας πάνω μου ασβηστα τα σημάδια απο τις επιρροές της επαρχίας. Δύο γονείς, δύο ιδιαίτερες πατρίδες, ατελείωτα καλοκαίρια, έχω ζήσει το ένα τρίτο της ζωής εκεί. Εργάζομαι ως δικηγόρος, διαβάζω νόμους, τους ερμηνεύω, τους χειρίζομαι, τους χρησιμοποιώ σαν εργαλείο της δουλειάς. Όπως και το λόγο άλλωστε.. Σκέφτομαι με λέξεις, εκφράζομαι με αυτές και όταν δε γράφω δικόγραφα, τις κάνω προτάσεις μήπως και μπορέσω να ερμηνεύσω τους ευμεταβλητους νόμους της ζωής.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει