Όταν συλλογιέμαι τη Λήμνο

Συλλογιέμαι τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων, τα παιδικά παιχνίδια, μήλα, στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα και αγέλαστα, κλέφτες κι αστυνόμους κι ένα περίεργο που για κάποιο λόγο το λέγαμε «φούσκο».

Συλλογιέμαι την κρυψώνα μας όταν παίζαμε κρυφτό, ξαπλώναμε στα στάχυα εκεί στο τέλος του χωριού στην Κούταλη, εκεί που τώρα τα οικόπεδα έχουνε γίνει σπίτια και το χωριό μεγάλωσε, και έτσι ξαπλωμένες κοιτούσαμε τ’ αστέρια όσο αυτός που «τα φυλούσε» μας έψαχνε.

Συλλογιέμαι τον παππού μου, που ξυπνούσε τρεις τη νύχτα για να πάει στο ψάρεμα, επέστρεφε το πρωί, και μετά πάλι το μεσημέρι για να φτάσει πίσω το βράδυ. Άραζε τη βάρκα του στο Καρνάγιο, έτσι λέμε το μικρό λιμανάκι που τώρα πλέον μεταμορφώνεται σε αλιευτικό καταφύγιο. Θυμάμαι την αποθήκη του Καλτσούνη, εκεί που μετά έγινε γηπεδάκι μπάσκετ και τώρα είναι Σ.Ο.Α. Εκεί περιμέναμε με τη μαμά μου τον παππού, και με ένα τετράγωνο πλαστικό ταπεράκι, γιατί τα μικρά τρώνε πιο εύκολα όταν πάνε βόλτα.

Συλλογιέμαι τους κακανούς παραμονή του Αϊ Γιάννη στις 23 Ιουνίου, που σηματοδοτούσαν την έναρξη της θερινής περιόδου, κι ύστερα την προετοιμασία για τη γιορτή της Αγίας Μαρίνας στις 17 Ιουλίου.

Συλλογιέμαι τις αυτοσχέδιες εκδρομές μας- πιν νικ – στα πευκάκια, μια Λαμπροδευτέρα στην Αγιά Φωτούδα στην Καλλιθέα∙ τα μόνα οχήματα που διαθέταμε ήταν δύο δίκυκλα και με αυτά τρικάβαλο κουβαλήσαμε μέχρι και ψησταριά.

Συλλογιέμαι τις βουτιές μας στη Σκάλα- τον Κακάμπουρα να πω την αλήθεια δεν τον πολυσυλλογιέμαι- κι ύστερα που μεγαλώσαμε στο Νεβγάτη, και πλέον σε όλο το νησί : Θάνος, Πλατύ, Μύρινα, Γομάτι, Φαναράκι, Ζεματάς, Παρθενόμυτος, Κέρος, Κοκκινόβραχος. Τελειωμό δεν έχουν οι παραλίες.

Συλλογιέμαι τα πρώτα μας ξενύχτια. Τυχεροί εμείς οι Κουταλιανοί που είχαμε και club και disco και μπαράκι τότε. Συλλογιέμαι και το Openning της Σκάλας, και κείνες τις πρώτες καλαμωτές ομπρέλες που ήταν χαμηλές και είχαμε όλοι γρατζουνιά στο μέτωπο.

Όταν συλλογιέμαι τη Λήμνο, γεμίζουν τα ρουθούνια μου μυρωδιές. Και ο ουρανίσκος μου γεύσεις. Σκέφτομαι αυτά τα κατιμέρια να έχουν βγει μόλις από το φούρνο, ψημένα και σιροπιασμένα τόσο όσο, καθώς και τα τυροπιτούδια, τα τσουρεκούδια , τα αυτούδια και όλα τα εις – ούδια , που αν τα καταναλώσουμε αφειδώς, όπως λέει και η φίλη μου η Ζωή, η μόνη παραλία που θα θεωρούμαστε κορμάρες θα είναι ο Γρηγόρης .

Συλλογιέμαι τ’ αμπέλια, τον τρύγο, και κείνο το Μοσχάτο Αλεξανδρείας να μας ζαλίζει, συντροφεύοντας βραδιές καλοκαιρινές, βραδιές εκλογικές, βραδιές γενικότερα, γιατί τα μεσημέρια τα συντροφεύουνε τα τσίπουρα, που όταν με ρωτήσανε «με ή χωρίς» θαρρούσα στην αρχή πως εννοούσαν το ανθρακικό στην πορτοκαλάδα.

Όταν συλλογιέμαι τη Λήμνο, φέρνω στο νου τον Άγιο Νικόλα, κει που η μαμά μου έλεγε ότι κάνανε τις εκδρομές τους με τα καΐκια, αλλά που εύκολα πλέον μπορούμε να πάμε με το αυτοκίνητο, συλλογιέμαι την Κακαβιώτισσα, που είναι τόσο ξακουστή και όχι άδικα, αλλά και τον Άγιο Χαράλαμπο και τον Άγιο Σώζοντα, που κάθε φορά που αποζητάμε την ηρεμία, οδηγούμε μέχρι εκεί, ανάβουμε κερί, προσευχόμαστε και ατενίζουμε το πέλαγος. Κάθε άνθρωπος ηρεμεί μπροστά στη θάλασσα.

Όταν συλλογιέμαι τη Λήμνο, εκτός από εικόνες, χρώματα, κι αρώματα, συλλογιέμαι κυρίως στιγμές, φωνές και ανθρώπους. Φίλους και συγγενείς που μεγαλώσαμε μαζί από παιδιά, με άλλους χαθήκαμε, με άλλους αραιώσαμε, με άλλους πορευόμαστε ακόμη, εφηβικά φλερτ και κοριτσίστικα λευκώματα, φίλους καινούριους που η σοφία και η πείρα των χρόνων, οι κοινοί στόχοι, τα κοινά οράματα και κείνα τα ξενόφερτα τα vibes μας κάνανε γρήγορα κολλητούς, παρέα. Ψυχούλες μου!!! Συλλογιέμαι στιγμές, ατάκες, δηλώσεις, σκηνικά και χαμογελώ, γιατί όταν συνέβαιναν απλώς κρατούσαμε τα στομάχια από τα γέλια.

Όταν συλλογιέμαι τη Λήμνο ακούω τον Κεχαγιάδικο και το Πάτημα και κάθε φορά σκέφτομαι να τον εντάξω αντί αερόβιου στην ημερήσια προπόνηση να το μάθουν παραέξω, γιατί χωρίς πλάκα, ένα πάτημα την ημέρα , τον personal trainer τον κάνει πέρα.

Όταν συλλογιέμαι τη Λήμνο, συλλογιέμαι το σπίτι της γιαγιάς μου, το σπίτι με τη μεγάλη αυλή και την επιβλητική κληματαριά. Εκεί που κάθε μεσημέρι μετά το φαγητό καθόμουν στο μεγάλο σκαλί με την αδερφή μου και τρώγαμε φέτα καρπούζι κάνοντας ροζ μουστάκια. Η γιαγιά λόγω αδυναμίας πάντα μου έδινε την καρδιά του καρπουζιού. Και γενικά την καρδιά της. Συλλογιέμαι κείνη την αυλή, που άλλοτε είχε πιο πολλά λουλούδια, πιο πολύ κόσμο. Στα σχοινιά δεν κρέμονταν μόνο τα μαγιώ μου, αλλά και ματσάκια ρίγανη που μαζεύαμε. Στα τραπέζια δεν ήταν μόνο τα smartphones αλλά ενίοτε σεντόνια με απλωμένους τραχανάδες και φλωμάρια. Δεν έχει σημασία που όλα αλλάζουν, σημασία έχει που είμαστε ακόμη εκεί, να συνεχίζουμε τη ζωή, και να θυμόμαστε με αγάπη τα παλιά.

Όταν συλλογιέμαι τη Λήμνο…..

Μα τι λέω; Πότε δε συλλογιέμαι τη Λήμνο;;

Ανθή Γεώργα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *