Ακροβάτης μεταξύ συναισθημάτων
Ακροβατείς.
Το σκοινί σου δεν είναι ακριβώς τεντωμένο, όσο και αν αυτό προσπαθείς να δείξεις. Αυτό γιατί δεν έμαθες να ζεις στα όρια. Ήθελες μόνο να δεις πως ακούγεται όταν το ξεστομίζεις.
Την ασφάλεια αποζητούσες και εσύ στην ουσία.
Βρήκες ένα ταιριαστό σημείο και έδεσες τη μία άκρη του σκοινιού. Την άλλη, απλά την στερέωσες με μια πέτρα που ήταν αδύνατον να μετακινηθεί! Σίγουρα όμως, άντεχε το βάρος σου για μία μόνο διαδρομή. Το σιγούρεψες. Ήθελες να νιώσεις την αδρεναλίνη στα ύψη και τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη σου. Βασικά, απέναντι ήθελες να περάσεις, αλλά με ηχηρό τρόπο.
Να διακριθείς, να σε επαινέσουν.
Έτσι κάνουν όσοι ζουν από την κολακεία. Και εσένα η «αυλή» σου, είχε ένα σωρό κόλακες.
Με σκοπό εσύ, με σκοπό και εκείνοι. Αρκεί να προβάλλεσαι. Αρκεί η κάθε σου κίνηση να είναι ορατή από τους αυλικούς σου. Αρκεί να πάρουν αυτό που θέλουν.
Ζεις από το χειροκρότημα. Όχι το αληθινό. Αυτό που πάντα κάτι κρύβει.
Μα εσένα σου αρκεί ο ήχος του.
Έχεις δει αλήθεια ακροβάτη; έχεις διακρίνει εκείνο το συναίσθημα στο πρόσωπο του; Ελευθερία τα λένε. Εσύ αφήνεις τους άλλους να χαράξουν τα όρια σου.
Η ασφάλεια πάνω από όλα!
Για να μπορείς να περπατήσεις απέναντι και να επιστρέψεις αν χρειαστεί, σε αυτό που ονομάζεις «δικούς» σου ανθρώπους.
Ήρθε η μέρα για την δική σου παράσταση. Πήρες θέση. Οι αυλικοί σου πήραν θέση και εκείνοι.
Ανέβηκες στην άκρη του σκοινιού, αφού επιβεβαίωσες πως το έχεις στήσει καλά.
Ξεκίνησες. Βήματα αργά, σταθερά, υπολογισμένα, βάσει της τεχνικής σου.
Λίγο ακόμα ψιθύρισες…
Η σκέψη σου κενή, μα λίγο πριν τον τερματισμό επικρότησες τον εαυτό σου για την φοβερή σου ιδέα, να τοποθετήσεις εκείνη την πέτρα στη μία άκρη!
Ώσπου άρχισες να τρέμεις, όχι από φόβο. Η πέτρα δεν ήταν τόσο ασφαλής τελικά και το σκοινί σου μετακινήθηκε! Μα ήσουν σίγουρος. Χωρίς πανικό στην αρχή, έκανες άλλο ένα βήμα. Και ένα ακόμα. Λίγο ήθελες για τον τερματισμό…
Ο θόρυβος από την πτώση σου, τεράστιος. Το κορμί σου αιωρούμενο. Ευτυχώς κατάφερες την ώρα που ταλαντευόσουν κρατώντας το σκοινί, να κρατηθείς από ένα βράχο. Αυτός ήταν η σωτηρία σου αφού απέφυγες το κενό και άρχισες να σκαρφαλώνεις μέχρι να ανέβεις ξανά σε ασφαλές έδαφος.
Έστρεψες το βλέμμα και αναζήτησες τους αυλικούς σου. Λίγοι είχαν απομείνει. Οι περισσότεροι έφυγαν τρέχοντας για να μην αντικρίσουν το θέαμα.
Επέστρεψες τελικά. Με ανορθόδοξο τρόπο μεν, αλλά επέστρεψες σε εκείνους τους «δικούς» σου ανθρώπους. Διαφορετικούς τους βρήκες όμως, δεν ένιωσες την αύρα τους. Ήθελες να έχουν παραμείνει όπως τότε, στο ξεκίνημα σου. Να σε αγκαλιάσουν με την ίδια ζεστασιά.
Τίποτα δεν ήταν ίδιο.
Επιστροφή το είπες, αλλά δεν περίμενες αυτό το αποτέλεσμα.
Θυμήθηκες το σκοινί που άφησες να αιωρείται όταν σκαρφάλωσες στην κορυφή του βράχου, μετά την πτώση σου. Εκεί ήταν. Κανείς δεν είχε τολμήσει να το κόψει. Έπιασες την άκρη του. Κοίταξες το κενό. Η θέα σου έκοψε την ανάσα.
Πως είναι ο θόρυβος από μια πτώση αναρωτήθηκες.
Βουτιά στο κενό… κρατάς ακόμα την μία άκρη. Αιωρείσαι, ακροβατείς, ταλαντεύεσαι δεξιά – αριστερά.
Έχεις δυο επιλογές, να ανέβεις ξανά στην κορυφή ή να παραμείνεις ένας αποτυχημένος ακροβάτης, που ποτέ δεν έμαθε να αντιμετωπίζει τις συνέπειες.
Έχεις χρόνο μέχρι το βράδυ…
Μαρία Βουζουνεράκη