Μη λες “Καληνύχτα”
“Καληνύχτα”.
Τι μου τη λες την καληνύχτα; Τι μου την εύχεσαι; Τι μου την λήγεις, έτσι απλά και τυπικά; Τι να τις κάνω εγώ τις τυπικότητες; Δεν με νοιάζουν οι καλημέρες και οι καληνύχτες όταν δε μπορείς να δεις τις φωτιές μου.
Τα χέρια άπλωσε και πάρε με. Κάνε τις νύχτες μου φωτεινές και ολοφώτεινες τις μέρες μου. Διάβασε τα μάτια μου. Το βλέμμα μου ουρλιάζει επιθυμίες. Σου μιλάει, σε ικετεύει. Χίμηξε μου σαν άγριο ζώο και ισοπέδωσε τα πάθη και τους πόθους μου. Καταλάγιασε τις ηδονές. Σαν γιατρικό σε άρρωστο κορμί ρίξου επάνω μου.
Με αρρωσταίνουν τα πάθη μου για σένα. Με κομματιάζουν. Όπως τα άγρια θηρία κομματιάζουν τη λεία τους. Μην είσαι ευγενικός. Οι ευγένειες δεν μου χρειάζονται. Παίξε σαν ζογκλέρ, στα δάχτυλά σου τις αναπνοές μου και μην προσπαθείς να κρατήσεις ισορροπίες. Δεν τις θέλω τις ισορροπίες, τις απεχθάνομαι!
Θέλω ανισόρροπο τον έρωτά σου για μένα, παρορμητικό, πολεμιστή. Με χίλια όπλα να με τελειώνει και πάλι απ’την αρχή να με γεννάει. Να φοβάμαι το βαρύ του βήμα. Να κρύβομαι να μη με βρει και αυτός να με ανακαλύπτει και να με διεκδικεί. Να με προστάζει, να με διατάζει να μείνω και εγώ να υπακούω. Να μην το κουνάει ρούπι απ’ το κρεβάτι μας. Να με βασανίζει. Να τον διώχνω και όπως άγρια θα με κοιτάει, μια να φοβάμαι και μια να θέλω.
Δεν τον θέλω σπουργίτι τον έρωτά σου μα αετό. Αρπαχτικό με νύχια γαμψά τον θέλω. Να αρπάζει από μένα ό,τι θέλει και να θέλει ασταμάτητα.
Να καις θέλω. Όχι να είσαι χλιαρός. Να καις, να εξαγνίζονται τα σώματα, τα βλέμματα και οι ψυχές.
Τι να την κάνω, λοιπόν, εγώ την καληνύχτα; Τι μου τη λες; Τι μου την εύχεσαι;
Εύα Κοτσίκου