Εγώ και η αχώριστη αδελφή μου

Δυο φωνές μέσα μου χρόνια τώρα παλεύουν, σε μια μάχη που φαίνεται πως βγάζει πάντα τη μία νικήτρια. Όσο κι αν προσπαθούν όμως αντίπαλες να μου φανούν, τόσο περισσότερο μου μοιάζει τελικά πως και οι δυο μαζί με οδηγούν. Σαν αδελφές αχώριστες από τα γεννοφάσκια τους. 

Είναι πρώτα εκείνη η μικρή, η εύπιστη κι ονειροπόλα, η αντιδραστική σε καθετί που επιχειρεί να την προσγειώσει στην άχαρη πραγματικότητα γύρω της, που δε λέει να μεγαλώσει μέσα μου και που ποτέ της δεν άκουσε τη φωνή της μεγάλης αδελφής της. Κι ενώ είναι σχεδόν βέβαιο πως θα κατέληγε με αμυχές εν τέλει και για άλλη μια φορά τα τραύματά της θα μετρά, σαν τα μικρά κι ανυπεράσπιστα παιδιά που κάποιος άδικα πληγώνει, αφού πρώτα γυρέψει παρηγοριά να βρει στην αγκαλιά εκείνης που απαρνιόταν λίγο πριν και δύναμη να πάρει, μόλις λιγάκι αναθαρέψει και θρέψουν οι πληγές, πάλι τα ίδια αμετανόητη θα κάνει. 

-Μα πότε επιτέλους θα ωριμάσεις; Πότε θα σταματήσεις να δίνεσαι, να πείθεσαι με τέτοια ευκολία και να ονειροβατείς; Ο κόσμος που έχεις πλάσει για να ζήσεις, δεν υπάρχει! Οι άνθρωποι άλλαξαν, έχουν σκληρύνει κι έπαψαν να πιστεύουν πια στη δύναμη που δίνει η αγάπη η αληθινή. Μην παραμένεις ίδια εσύ λοιπόν, αν θες να επιβιώσεις. 

-Άδικα αναλώνεσαι και μου φωνάζεις και να αλλάξω εγώ δεν γίνεται, το ξέρεις. Έτσι μονάχα ζω και υπάρχω, κατάλαβέ το λοιπόν και αποδέξου το. Κι αν κάποιες φορές λυγίζω απ’ το παράπονο κι αν τα χτυπήματα που μέχρι τώρα δέχτηκα με έκαναν να λιγοψυχήσω από την έντασή τους και να αποτραβηχτώ, το μόνο που τώρα σου ζητώ, είναι να στέκεσαι εκεί στο πλάι μου, μέχρι να σηκωθώ ξανά. 

Την καρδιά μου πάντα άφηνα πρώτη για οδηγό κι ας ήξερα πως είναι πιο ευάλωτη. Και όλοι αυτοί που έστω κι από ένα μου κομμάτι, θέλησαν για τρόπαιο να πάρουν, σ’εκείνη πρώτα στόχευσαν. Κι αν κάποιοι απ’ όλους το κατάφεραν, ειλικρινά χαλάλι, γιατί την πόρτα της ξανά, όταν θα αναζητήσουν, ερμητικά κλειστή θα την εύρουν. Η λογική από την άλλη, εκείνη η φωνή που έβαζα σε δεύτερη πάντα μοίρα, ήταν κι αυτή που διακριτικά με κράταγε, μέχρι να σηκωθώ ξανά. Το ακούραστο στήριγμά μου και η φωνή που ξεκαθάριζε ό,τι η καρδιά αδυνατούσε να δει και να αποδεχτεί. 

Κι αν όλα αυτά τα χρόνια, πίστευα πως μέσα μου ένας πόλεμος γινόταν συνεχώς, τώρα μπορώ ξεκάθαρα να δω πως μόνο πόλεμος δεν ήταν. Γιατί η δύναμη της μιας μου της φωνής, επιδρούσε πάντα στην αδυναμία της δεύτερης καταλυτικά. Κάθε φορά λοιπόν, που η καρδιά θα υποχωρούσε αποδυναμωμένη κι απογοητευμένη, η φωνή της λογικής θα ήταν εκεί για να την αφυπνίσει. Κι όταν αντίστροφα η λογική μου θα υπερέβαλε, θέλοντας να με προστατεύσει, θα ήταν η καρδιά εκείνη που θα όριζε εν τέλει το ρυθμό.

Αυτό που ήμουν πάντα, να αλλάξει τώρα δεν μπορεί μα ούτε και το θέλω. Να συνεχίσω να μπορώ να βλέπω γύρω μου, πρώτα με της καρδιάς τα μάτια θέλω. Μόνο που τώρα τα χέρια μου θα ‘ναι δεμένα μ’ εκείνη την αχώριστη αδελφή μου. Με τη φωνή της λογικής, τον άγρυπνο φρουρό μου, κάθε φορά που κάποιος θα επιχειρεί να παραβιάσει τα όρια και τα στεγανά μου και να ταρακουνήσει την ισορροπία μέσα μου. Παιδί της καρδιάς θα παραμείνω, μόνο που τώρα έμαθα να την ακούω κιόλας, όχι μόνο να τη δίνω. 

Μαρία Μαραγκού

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *