8 Σεπτεμβρίου 2019
Share

Ένα τσιγάρο για το δρόμο ήθελα

Post Views: 4

Ένα ζήτησα, για το δρόμο.
Άδειο πακέτο στην τσέπη μου η σκέψη σου. Που να βρω να αγοράσω τσιγάρα αυτή την ώρα, περασμένα μεσάνυχτα είναι…
Και εγώ, περπατώ σε αυτό το δρόμο χωρίς φώτα, χωρίς να έχω δεύτερη επιλογή.

Ξάφνου, σαν σε όνειρο, σε είδα να περπατάς στο απέναντι πεζοδρόμιο, με τα χέρια στις τσέπες, χωρίς να έχεις καν εικόνα για το τι συμβαίνει γύρω σου. Ξέρεις, δεν έχει φώτα ο δρόμος και δεν βλέπω καθαρά το πρόσωπο σου, αρχικά νόμισα πως απλά μεταφέρω τη μορφή σου στους περαστικούς.
Ευτυχώς υπάρχουν κάποιες φωτισμένες βιτρίνες, που με βοηθούν να σε διακρίνω αμυδρά . «Μα καλά και αυτοί οι χριστιανοί, δεν μπορούν να αλλάξουν δυο λάμπες;»

Αναρωτήθηκα…

Φώναξα το όνομα σου. Κοίτα που η μοίρα πάλι παίζει μαζί μου επικίνδυνα παιχνίδια!
Όσο και να της γυρνάω την πλάτη μου κάθε φορά, εκείνη επιμένει, φαίνεται να το διασκεδάζει.

Σήκωσες το κεφάλι, το βλέμμα σου θολό, λες και δεν πίστευες αυτό που έβλεπες ή σαν να μη σε ένοιαζε καθόλου.
«Καλησπέρα», ψιθύρισα.
«Εσύ είσαι τελικά ε; πως βρέθηκες εδώ;» απάντησες.

Τι να σου πω τώρα, πως δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ; Πως ούτε που κατάλαβα που με οδηγούν τα βήματα μου;
Σιώπησα.
Δεν είχε καμία σημασία πλέον αφού δεν είμαστε μαζί. Εγώ ένα τσιγάρο έψαχνα και περπατούσα χωρίς προορισμό. Σε κοίταξα, το πρόσωπο σου μου φάνηκε άδειο σαν το πακέτο που είχα στην τσέπη μου.

Χαμογέλασα.

«Τι κάνεις ;» σε ρώτησα
«Μια χαρά» απάντησες
Τι στο καλό, αναπαράγουμε το γνωστό σενάριο των χωρισμένων ζευγαριών;
Εκείνο που ολοκληρώνεται με τους πρωταγωνιστές να συνεχίζουν ο καθένας το δρόμο του και να βάζουν τα κλάματα μόλις φτάσουν στην επόμενη γωνία, για να μην γίνουν αντιληπτοί;
Ο σκηνοθέτης μας λείπει για να ολοκληρωθεί η παράσταση!

Τι θες να σου πω δηλαδή. Πως περπατάω σχεδόν από το πρωί χωρίς προορισμό, ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο;
Τίποτα δεν θα σου πω. Ένα τσιγάρο ήθελα μόνο και θα βρω την άκρη.
Δεν θέλω να γυρίσω ακόμα σπίτι μου. Ούτε θα σε ρωτήσω γιατί είσαι έξω και εσύ αυτή την ώρα. Θα κρατήσω το «μια χαρά» που είπες.

Κοιτάω το πακέτο που κρατάς στα χέρια σου.
«Θα με κεράσεις ένα;» σε ρώτησα.
«Έλα να το καπνίσουμε παρέα» απάντησες.

Καθίσαμε στην άκρη του δρόμου αμίλητοι, σκεπτικοί, φυσώντας τον καπνό από το τσιγάρο αργά, σα να μη θέλαμε να τελειώσει.
Σε κοίταξα, χαμογέλασα, κούμπωσα το μπουφάν μου μέχρι πάνω.
Πέταξες το αποτσίγαρο σου δίπλα από το δικό μου.
«Καληνύχτα» είπα
«Καληνύχτα» απάντησες.

Δύο αποτσίγαρα παρατημένα, έξω από την βιτρίνα ενός καταστήματος με είδη σπιτιού. Γέλασα δυνατά, καθώς σκέφτηκα αυτόν που θα τα αντίκριζε το πρωί.
Σιγά μην αναρωτηθεί την ιστορία τους ή πως βρέθηκαν εκεί μέσα στην νύχτα!
Απλά θα τα σκούπιζε βιαστικά πριν έρθουν οι πελάτες.

Αν και ήξερα καλά την περιοχή, έπρεπε να βιαστώ, δεν ήμουν καθόλου σίγουρη πως θα προλάβαινα να φτάσω στην επόμενη γωνία, πριν ακουστούν τα αναφιλητά μου…
Ένα τσιγάρο για το δρόμο ήθελα και εσύ μου πρόσφερες απλόχερα τη στάχτη σου!

Μαρία Βουζουνεράκη

Post Views: 4

About Μαρία Βουζουνεράκη

Αγαπάω τους ανθρώπους, όσο και τις λέξεις μου.
Τα μουτζουρωμένα και τσαλακωμένα χαρτιά, μοιάζουν με μια συννεφιασμένη ημέρα που περιμένει τον ήλιο να κάνει πρεμιέρα.
Θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να ονειρεύεται και να ελπίζει.
Κάθε τι που ανασαίνει, είναι η δική μου έμπνευση.
Και είναι τόσο όμορφοι οι άνθρωποι, όταν γίνονται λέξεις στα μουτζουρωμένα σου χαρτιά!

Μπορεί επίσης να σας αρέσει