Μάθε να αγαπάς
Βρέθηκα σε μια παραλία γεμάτη χρώματα. Περπατούσα πάνω της με τα πέλματα γυμνά. Ένιωθα το τρέμουλο καθώς η θάλασσα διεκδικούσε τα βότσαλα της κάτω από τα πόδια μου.
Ένα ανεκτίμητο ζωντανό ψηφιδωτό που κάθε τόσο άλλαζε μορφή και σχέδια σαν τις ψυχές των ανθρώπων.
Θέλησα να την κάνω δική μου, έσκυψα και διάλεξα ένα λιτρίδι. Ήταν όμορφο, μια μικροσκοπική καστανή πυραμίδα με μια χρυσή ρίγα στο μέσον.
Έσκυψα και την πήρα από το νερό ανάμεσα στα πόδια μου κι έκανα να φύγω, ξάφνου μια φωνή ακούστηκε μέσα μου, άσ’ την κάτω μου είπε, δε σου ανήκει.
Κοντοστάθηκα αναποφάσιστη, ήθελα οπωσδήποτε κάτι από αυτήν την παραλία, είχα κάνει και άλλες φορές το ίδιο πράγμα, τα συρτάρια μου ήταν γεμάτα με γυάλες γεμάτες λιτρίδια που θρηνούσαν τη χαμένη θάλασσα.
Ξάφνου σκέφτηκα να δοκιμάσω τον πόθο μου. Έκατσα κάτω και ακούμπησα τη μικρή μου πυραμίδα στον γυμνό μηρό μου, αν στέγνωνε και την ήθελα ακόμη θα την έπαιρνα στα σίγουρα.
Η πέτρα στέγνωσε, απογοήτευση, η εκθαμβωτική μου πυραμίδα έμοιαζε νεκρή, θαμπή και άχρωμη μακρυά απ’τη μάνα της. Την κράτησα ζωντανή στη μνήμη μου και την ακούμπησα απαλά στο ακρογιάλι της Παναγιάς της Γερανού να ξαναπάρει αναπνοή.
Τούτο το βράδυ της Πανσελήνου θα στέκει λαμπερή, ζωντανή μέσα στα κύματα της Πάτμου, η μικρή μου πυραμίδα ανάμεσα στις μυριάδες άλλες.
Γύρισα και κοίταξα τις δικές μου που’ χω φυλαγμένες μακρυά απ’την αλμύρα, κάτι μουρμούριζαν σαν τον ψίθυρο της ανάμνησης μιας θάλασσας βαθιάς.
Ειρήνη Λαγουτατζή