Ψευδαισθήσεις

 

Της Λευκοθέας Μαρίας Γκολγκάκη

Έκατσε να κοιτάζει τη φωτιά, και στις στάχτες που είχαν αφήσει πίσω τους μερικά στριμμένα κλαδιά, μπορούσε να διακρίνει την εικόνα μιας ψεύτικης ζωής. Τριγύρω της και άλλοι θεοί, και όλοι μαζί έβλεπαν το ίδιο: απουσία βούλησης. Ανθρώπους αναγκασμένους να κοιτάζουν έναν τοίχο, βυθισμένοι στο σκοτάδι, χαμένοι σε ψευδαισθήσεις. Αγκυροβολημένοι στη γη της άγνοιας, σαν σκλάβοι που πιστεύουν ότι κατανοούν αυτό που βλέπουν εμπρός τους. Εκεί, στο βασίλειο της αυταπάτης, στον κόσμο των εντυπώσεων, ανυποψίαστοι, έμεναν παραταγμένοι στη σειρά να σέρνουν τις αλυσίδες τους.

Η σκέψη της θεάς ήταν να τους βγάλει από εκεί, να τους τραβήξει από την αγκαλιά του Μορφέα με την ελπίδα πως αν οι ίδιοι το θελήσουν, θα λύσουν τα δεσμά τους και θα βρουν την έξοδο.
Και σαν τους είπε την αλήθεια και άνοιξε ο δρόμος, κάποιοι κοντοστάθηκαν, κάποιοι άλλοι πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση ενώ ελάχιστοι από αυτούς έκαναν διστακτικά δυο βήματα μπροστά, γύρισαν την πλάτη τους στον τοίχο και μετά σταμάτησαν. Θαρρείς πως το φως ήταν πολύ έντονο για αυτούς, θαρρείς πως τους τύφλωνε.

Ο αέρας που έμπαινε από τις ανοιχτές πόρτες μύριζε διαφορετικά από αυτόν που είχαν συνηθίσει να αναπνέουν. Τον ένιωσαν σε όλο τους το κορμί μα πιο πολύ στα πόδια γιατί το μέταλλο που ήταν φτιαγμένη η αλυσίδα τους, πάγωσε με μιας. Τώρα ήταν η ευκαιρία τους να το σπάσουν χρησιμοποιώντας τις πέτρες που κρατούσαν στα χέρια. Θα μπορούσαν πάλι να μείνουν αδρανείς και να το αφήσουν να τους κάψει. Ο δυνατός άνεμος που φυσούσε έξω τους έκανε να ανατριχιάσουν. Η βουή του σαν βραχνή φωνή, τους παρακινούσε να αψηφήσουν το φόβο και να τολμήσουν.

Η υπόσχεση μια καλύτερης ζωής, η πρόκληση του αγνώστου. Κάτι μέσα τους που έλεγε να τρέξουν προς την έξοδο, να φύγουν και να μην κοιτάξουν πίσω. Όμως φαντάσου, αποφάσισαν να μείνουν. Γύρισαν την πλάτη νωχελικά και κατευθύνθηκαν στο γνώριμο σημείο. Εκεί που είχαν περάσει όλα τους τα χρόνια, στην ασφάλεια της αιχμαλωσίας.

Ανάμεσα στις σκιές και μέσα στο σκοτάδι, άρχισαν να ξεπροβάλλουν κάτι μικρές φιγούρες. Υπήρχαν πάντα εκεί, όμως κανείς δεν τις έβλεπε, δεν άντεχαν να τις κοιτάζουν κατάματα γιατί μέσα τους ήταν κρυμμένη όλη η αλήθεια. Ποιος να το πίστευε; Υπήρχαν παιδιά. Με τα ντελικάτα χεράκια τους, έπιασαν το ένα το άλλο και βγήκαν στο φως. Οι πόρτες έμειναν για πάντα ανοιχτές και ο άνεμος δεν έπαψε ποτέ να ελπίζει!

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *