Τόσα στόματα αφίλητα, τόσα κορμιά αχάιδευτα, τόση αγάπη αξόδευτη!

Περπατώ στους δρόμους της πόλης. Μόνη ανάμεσα σε εκατοντάδες μόνους.

Βιαστική, ανάμεσα σε τόσους βιαστικούς, ομόρροπους, αντιθέτως ερχόμενους, καθήμενους, αλλά βιαστικούς.

Βιαστικά βλέμματα, σκοτεινά βλέμματα φυλακισμένα πίσω από γυαλιά καθρέφτες.

Αντικρίζεις στους καθρέφτες τους την κινούμενη ρουτίνα σου.

Περπατώ στους δρόμους της πόλης.

Προσπερνώντας εκατοντάδες ανθρώπους, εκατοντάδες μονάδες, εκατοντάδες μοναξιές.

Κάθε άνθρωπος γεμάτος από καταπιεσμένες ανάγκες, συρρικνωμένα «θέλω», καταχωνιασμένα «αγαπώ»∙ κι όλα τούτα κρυμμένα πίσω από το παραβάν της μοντέρνας κανονικότητας.

Κατεβαίνω με την ίδια βιασύνη τις σκάλες του μετρό.

Περιμένω στην αποβάθρα το συρμό.

Πολύ εύστοχη λέξη ο συρμός.

Στις μίζερες αποβάθρες του μετρό εναλλάσσονται με ταχύτητα, βιασύνη και αναίδεια φιγούρες «του συρμού».

Κάποτε οι αποβάθρες των τρένων ήταν ναοί αγάπης.

Πόσους αποχαιρετισμούς και πόσα σμιξίματα είχαν φιλοξενήσει οι πλατφόρμες των σιδηροδρομικών σταθμών, πόσες ευχές για νίκες πολεμικές, για επιτυχίες μαθητικές, για καλή τύχη εκστομίστηκαν!

Πόσα φιλιά σφράγισαν έρωτες μεγάλους, πόσα χέρια ξεμπλέχτηκαν από την ταχύτητα του ατμού, χωρίς ποτέ όμως οι δεσμοί που επικύρωναν να σπάσουν!

Έφτασε ο συρμός.

Βιαστικά μπαίνω μέσα, στριμώχνομαι, ψάχνω να βρω μία θέση.

Για μένα, για πάρτη μου. Κι ο απέναντι για πάρτη του θρονιάστηκε.

Η συνέχεια επί της οθόνης.

Σκυμμένα κεφάλια πάνω σε έξυπνα τηλέφωνα. Έξυπνα τηλέφωνα στα χέρια χαζών ανθρώπων.

Που φοβούνται να αγαπήσουν, να μιλήσουν, να δείξουν το ενδιαφέρον τους.

Που φοβούνται μήπως σπάσουν τα μούτρα τους, μήπως απογοητευτούν, μήπως πληγωθούν, λες και στη γυάλα μέσα, που ζουν και αναπνέουν ελεγχόμενα βρίσκουν το νόημα της ζωής.

Που ντρέπονται που τους αρέσει η πανσέληνος, η μυρωδιά των γιασεμιών και τα μπλουζ του Gary Moore που τόσο νωρίς, τόσο προφητικά είχε τραγουδήσει για κείνα τα «empty rooms».

Άνθρωποι προπονημένοι στην προσποίηση, στην υπηρεσία του «δήθεν», στην υποκρισία ενός άλλου «εγώ», σκληρού, και καλά μοντέρνου, επιδερμικού, κυνικού.

Κι ενώ όλοι θέλουμε αλήθεια και αγάπη, το παίζουμε cool, άνετοι και ό,τι να’ ναι.

Κρίμα, τόσα στόματα αφίλητα, τόσα κορμιά αχάιδευτα, τόση αγάπη αξόδευτη…!

Κι η ζωή να μας προσπερνά, βιαστικά κι αυτή και να χάνεται!

Ανθή Γεώργα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *