Λυπάμαι
– Μπαμπά, κοίτα μια ωραία ζωγραφιά που έφτιαξα στο σχολείο, για σένα την έκανα, του είπε και τον κοίταξε με λαχτάρα. Aυτή των πέντε χρόνων.
– Μπράβο πολύ ωραία είναι. Tης είπε και την άφησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και σε λίγο έκλεισε η πόρτα του σπιτιού πίσω του.
– Μπαμπά θα έρθεις μαζί μου στο συγκρουόμενο να οδηγείς εσύ και εγώ να κάθομαι δίπλα; Tον ρώτησε.
– Καλά, έλα εντάξει. Tης απάντησε εκνευρισμένος κι αυτό το βλέμμα του λες και αποτυπώθηκε στη μνήμη της. Έφτιαξε μια πληγή μέσα της που δε σταμάτησε ποτέ να αιμορραγεί.
– Μπαμπά, έλα να πάμε βόλτα με τη μαμά να χαρούμε.
– Σου είπα έχω δουλειά, πρέπει να φύγω, πηγαίνετε εσείς.
– Μπαμπά, θέλω να φτιάξω μια δουλειά, ξέρω πως θα τα καταφέρω.
– Δε θεωρώ πως μπορείς να τα καταφέρεις.
– Μπαμπά γιατί δεν μου το είπες;
– Η ζωή είναι δικιά μου και θα κάνω ό,τι θέλω.
– Κοριτσάκι μου πότε θα σε δω; Με ξέχασες. Λυπάμαι έχω ανάγκη να χαμογελάω.