Πήγε τρεις
Έχει πάει τρεις. Το μυαλό μου ταξιδεύει ακόμα στις ώρες που περάσαν. Μοιάζεις με φωτοβολίδα που έσκασε άξαφνα στο σκοτεινό ουρανό μου και τον γέμισε χρώματα. Μπήκες τόσο ξαφνικά και έκανες τόσο θόρυβο στη νεκρική ηρεμία που είχε επιλέξει. Ήρθες και μου έδειξες πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Υπάρχουν κι εκείνοι οι παλαιάς κοπής, με τα καθαρά μάτια και το αντρίκειο βλέμμα, που και η δική τους πόρτα είναι κλειστή και σε κάνουν να αισθάνεσαι σημαντική που στην άνοιξαν!
Πήγε τρεις και μισή και αρνούμαι να κάνω μπάνιο. Θέλω να κρατήσω λίγο ακόμα επάνω μου τη μυρωδιά σου, εκείνη του αρώματος και του τσιγάρου σου που αναστάτωνε την ύπαρξή μου. Τα μάτια μου βαραίνουν, δε θέλω να με πάρει ο ύπνος. Ευλογία το να νιώσω ξανά την ευτυχία και δεν θέλω να ξεθωριάσει, δε θέλω να απαλύνει η αψάδα αυτής της μέρας. Δε θέλω να κοιμηθώ και να απομακρυνθεί κι άλλο ετούτη η ώρα. Φοβάμαι… με κατέστρεψε το παρελθόν μα είπες πως και αύριο θα είσαι εδώ, και μεθαύριο. Και το αύριο και το μεθαύριο παύουν να είναι παρελθόν…
Λένε ότι κρατάει λίγο η ευτυχία και θα συμφωνήσω. Η ευτυχία κρατάει όσο διαρκεί το άρωμά του πάνω στα ρούχα σου, όσο η απαλή αίσθηση ενός αγγίγματος σε ένα χάδι εκεί που δεν το περιμένεις και κάνει το δέρμα σου να ανατριχιάσει. Βρίσκεται εκεί για να σου θυμίζει, πως η ζωή πάντα σε αποζημιώνει για όλες τις αδικίες του παρελθόντος.
Μαρία Χαρίτου