Θάλασσά μου
Η θάλασσα πνίγει τις πίκρες μου Μέρες που κάθομαι στη θάλασσα, στιγμές που μιλάω μαζί της, συζητάω με τον βυθό της, μπλέκομαι στην επιφάνεια της. Αυτές οι τελευταίες καλοκαιρινές λιακάδες που στοργικά μπλέκονται με την αύρα και τα σύννεφα του φθινοπώρου είναι βάλσαμο στην ψυχή μου.
Πάντα το φθινόπωρο επιβάλλει ή προτείνει να γίνει μια επανεκκίνηση της ψυχής μας, να γίνει μία καινούργια αρχή. Στόχους που μπήκαν και τελικά δεν κατάφερα να πραγματοποιήσω κάποια φθινόπωρα προηγούμενα. Και εκεί στην άκρη της θάλασσας που κάθομαι, την ώρα που τα κύματα παφλάζουν, την ακούω να μου μιλάει. Να μου λέει να αφήσω σε εκείνη λέξεις και ανθρώπους που με πίκραναν. Να βουτήξω μέσα στον βυθό της, όσο ακόμα προλαβαίνω πριν φουρτουνιάσει, κι να τις αποθέσω τις πίκρες που μου άφησε μέσα μου το προηγούμενο διάστημα.
Νιώθω να θέλει να με γιατρέψει, να ρίξει εκείνο το ευεργετικό της αλάτι πάνω στις πληγές μου, αλλά όχι για να με πονέσει, αντιθέτως για να με απαλύνει. Και εγώ από τη μία διστάζω και από την άλλη είμαι έτοιμη να βουτήξω και να με αγκαλιάσει στοργικά. Να της παραδώσω με ηρεμία όλα όσα με πίκραναν και είναι αρκετά. Να τα αφήσω όλα εκεί, κάτω στο βυθό της, και εκείνη με την σειρά της να τα ανακατέψει και να τα πάρει μακριά.
Κι όμως, για κάποιο λόγο περίεργο δυσκολεύομαι να κάνω το βήμα αυτό. Σαν να με τρομάζει αυτή η κίνηση μου, να απαγκιστρωθώ μία για πάντα από τα δεσμά που με κρατούν πίσω. Ο δρόμος της απελευθέρωσης μου απαιτεί θάρρος και τόλμη. Και ο δικός μου φόβος δεν είναι η βουτιά στην θάλασσα. Ο κρυφός ανομολόγητος φόβος μου είναι το συναίσθημα μου μετά την εναπόθεση της πίκρας μου στον βυθό.
Μα η ώρα της απελευθέρωσης μου έχει φτάσει. Έχω πάρει την απόφαση μου και θα βουτήξω να τα αφήσω σε εκείνη όλα, εκεί στην άκρη της θάλασσας. Προσδοκώντας να με πάει σε μέρη άγνωστα και απάτητα. Και όσο και αν με τρομάζουν οι άγνωστες θάλασσες ήρθε η ώρα να με πάρει μακριά… Να με πάει σε ξένα μέρη.
Μαρύσα Παππά