16 Νοεμβρίου 2019
Share

Είμαι η Ιωάννα και αυτή ήταν μια ιδέα για το τι έχω ζήσει μέχρι τώρα

 
Πρέπει να ήταν γύρω στα 4 της. Οι αδελφές της βρήκαν ένα αδέσποτο σκυλάκι καθώς γύριζαν από το σχολείο και το έφεραν στο σπίτι. Θυμάται πως εκείνο μόλις το άφησαν κάτω έτρεξε και κουρνιάσε στην αγκαλίτσα της. Πόση ζεστασιά ένιωθε. Άκουσε κλειδιά στην πόρτα και ακούστηκε η φωνή της μαμάς.Ότι είχε γυρίσει από ξενύχτι. Πήγε με χαρά να της δείξει το φιλαράκι της με τα κατεβασμένα αυτάκια και μια φατσούλα σαν να είχαν ζωγραφίσει μια καρδιά. Έξαλλη η μάνα της είπε να πάει να παίξει στο δωμάτιο,θα έβαζε φαγητό στο φιλαράκι της και θα ήταν ξανά μαζί μετά.. Αυτό το μετά δεν ήρθε ποτέ. Θυμάται να κλαίει και να ψάχνει το μπισκοτάκι, έτσι πρόλαβε να την ονομάσει.Η μαμά της της είπε να μην κλαίει, γιατί όση ώρα ήταν μέσα στο δωμάτιο, ήρθε η δική της μαμά και την πήρε. Οπότε να είσαι χαρούμενη γιατί έχει και εκείνο τη μαμά του όπως εσύ.                                                         
 Πέρασαν τα χρόνια ξέρεις. Διαζύγιο των γονιών, δύσκολα πολύ τα χρόνια εκείνα. Πολλά τα προβλήματα. Μεγάλωσε, χωρίς να θέλει να βιαστεί όμως έπρεπε. Κάπου εκεί λίγο πριν το γυμνάσιο και λίγο πριν οι αδελφές της φύγουν οριστικά από το σπίτι της έφεραν ένα παπάκι. Πάσχα τότε.Τι έθιμο και αυτό. Για εκείνην όμως ήταν το πιο όμορφο δώρο και το μοναδικό που είχε πάρει ποτέ σαν παιδί. Πήρε το παπάκι το ονόμασε Σατουρνε. Ήταν από μια παιδική σειρά που έβλεπε τότε.Βρήκε μια λεκάνη πλαστική, έβαλε μέσα ζεστά υφάσματα και κάθε βράδυ κάπου γύρω στα μεσάνυχτα το έβγαζε από κει και το έπαιρνε μαζί της στο κρεββάτι. Θυμόταν πως κάποτε είχε νιώσει έτσι ζεστασιά,αλλά η μνήμη δε τη βοηθούσε. Πέρασαν οι γιορτές και το μικρό παπάκι είχε γίνει μια όμορφη στρουμπουλή παπίτσα. Εντάξει τώρα δεν κοιμόντουσαν μαζί, αλλά κάθε απόγευμα μαζεύονταν τρεις φίλες σε ένα σπίτι με τα “παιδιά” τους και πίνανε τσάι.. Ξέρεις τα κουζίνικα και το κους-κους.
 
Ένα μεσημέρι γύρισε στο σπίτι από το σχολείο, έτρεξε στο δωμάτιο να αφήσει τη τσάντα και να δει το παπί. Άφαντο. Βγήκε και ρώτησε την μαμά της. Αρρώστησε πολύ παιδί μου και το πήγαμε στο νοσοκομείο. Για να μη σε κουράζω,το νοσοκομείο ήταν ο θείος της και η αρρώστια της ήταν ότι έγινε φαγητό…
 
Πέρασαν κι’ άλλα χρόνια και μεγάλωσε. Μεγάλωσε πολύ. Άνοιξε δικό της σπιτικό. Τα είχε όλα.Μια δουλίτσα,έναν άνθρωπο που πέρναγαν όμορφα μαζί,κι όμως αυτή τη ζεστασιά δε τη ξέχασε. Βλέπεις έδωσε ευχή και κατάρα στον εαυτό της. Μια αιώνια καταδίκη. Να μη νιώσει ποτέ πως είναι να γίνεσαι μαμά. Όμως Θεέ μου αυτή η αγάπη,η θέρμη.Η αγκαλιά. Κάπως έτσι ήρθε στη ζωή της ένα μικρό καφέ μπαλάκι. Όταν της το έδωσε στην αγκαλιά ο σύντροφός της,της είπε μα κοίτα τι χρώματα έχει,σαν μπισκοτάκι δεν είναι; Και εκεί εκείνη λύγισε. Λυγμός και αναφιλητά και παράλληλα να φιλάει το κεφαλάκι του κουταβιού. Εκεί θυμήθηκε ότι βάλθηκε να ξεχάσει. Πώς ότι αγαπούσε της το έπαιρναν. Τη γέμιζαν ψέματα.Δε την άφησαν να έχει μια αγάπη που να κάνει τον κύκλο της. Έκτοτε η σκυλίτσα είναι μαζί της 8 χρόνια μετράνε αγκαλιά. Η Κούκι. Το μπισκότακι.
 
Πέρασε ο καιρός και η μάνα τέλος πάντων, αυτή που την έφερε στη ζωή αρρώστησε βαριά και την πήρε σπίτι να τη φροντίζει. Κάποια μέρα γύρισε νωρίτερα από τη δουλειά της και άκουσε μια κραυγή από το σπίτι μέσα. Πώς ανέβηκε τα σκαλιά,πως άνοιξε την πόρτα δε θυμάται. Θυμάται μόνο να βλέπει την Κούκι μαζεμένη σε μια γωνιά και την άλλη να κραδαίνει το Π που στηριζόταν για να περπατάει απειλητικά προς το σκυλάκι. Δε χρειαζόταν άλλο. Καμία σκέψη, καμία συστολή, καμία ενοχή. Πήρε την Κούκι στα χέρια της αγκαλιά. Ένιωσε αυτή τη ζέστη. Αϊτή την αγάπη και μπροστά της πέρασαν όλα. Όλα αυτά που έγιναν όλα τα χρόνια. Όλα όσα θα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν. Το χέρι σηκώθηκε. Και εκεί έσπασαν τα δεσμά χρόνων.
 
Εκεί κατάλαβε ότι ποτέ δεν άνηκε πουθενά. Εκεί είδε πως την αγάπη μόνη της την έφτιαχνε τόσα χρόνια. Κανείς από την οικογένεια δεν ήταν ικανός να τη διδάξει. Το χέρι σηκώθηκε.Και μαζί με το χαστούκι ένα κενό. Μόνο μια διαταγή. Ζήτα συγνώμη από το παιδί μου. Εκείνο ξέρει πως να αγαπά. Εσύ ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα δε ξέρεις πως είναι. Θα μπορούσα να σου συνεχίσω, όμως δε θα το κάνω. Έχεις το ελεύθερο να σκεφτείς το χειρότερο για μένα. Έτσι κι’ αλλιώς κατηγορούμε σχεδόν πάντα αυτόν που αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του. Είμαι η Ιωάννα και αυτή ήταν μια ιδέα για το τι έχω ζήσει μέχρι τώρα.
 
Ιωάννα Νικολαντωνάκη
 

About Ιωάννα Νικολαντωνάκη

Μπορεί επίσης να σας αρέσει