Σε έχω ξαναδεί!
Ξύπνησα πρώτη φορά, χωρίς εκείνο το απίστευτο βάρος στο στήθος. Σαν να κοιμόμουν χωρίς όνειρα, χωρίς σκιές να με βασανίζουν, σαν να έκλεισα τα μάτια μια φορά μόνο στο χρόνο και ανοίγοντάς τα, έξω έλαμπε ένας γεμάτος ήλιος.
Μνήμες; γιατί δεν έχω μνήμες ;
Το κρεβάτι μου είναι το ίδιο, φοράω το ίδιο νυχτικό, λευκό σαν τη σκέψη μου. Είμαι η ίδια, μα όμως μια άλλη.
Πόσο κοιμήθηκα Θεέ μου;
Τρέχω να προλάβω!
Πατάω το κουμπί της καφετιέρας σαν υπνωτισμένη, βλέπω τον εαυτό μου να με κοιτάζει απορημένος στον καθρέφτη του μπάνιου. Χρειάζομαι επειγόντως κρύο νερό…
Άντε τώρα να εξηγώ γιατί νιώθω αυτή την περίεργη χαρά και γιατί ο εγκέφαλος μου μοιάζει με άγραφο λευκό χαρτί, γιατί αρνούμαι να συντονιστώ με το ρολόι του τοίχου, γιατί επιμένω να ξεχνάω τι με περιμένει στο γραφείο.
Τσάντα, κινητό, κλειδιά, παλτό…
Τρέχω απίστευτα. Τρέχω γιατί μάλλον έτσι κάνω κάθε μέρα. Τρέχω, μα δεν έχω καταλάβει γιατί. Μόλις ένα φανάρι πριν φτάσω στο γραφείο, το βλέμμα μου πέφτει στο γκάζι και όπως είναι φυσικό, λίγο παρακάτω.
Νιώθω ένα κρύο ρυάκι να κυλάει στην πλάτη μου. Τα πόδια μου στολίζουν μια μπλε και μια μαύρη γόβα. Αναθεματισμένο μυαλό!
Ξαφνικά θυμήθηκα όλο το άσχημο λεξιλόγιο που έχω ακούσει κατά καιρούς και ότι έχω η ίδια ξεστομίσει.
Κάποιος παίζει μαζί μου σήμερα! Δεν υπάρχει λογική εξήγηση. Αναστροφή και αντίστροφή μέτρηση. Ποιος τον ακούει πάλι, σκέφτηκα. Αυτός που ονομάζεται αφεντικό μου, βρίσκει πάντα ένα λόγο να γκρινιάζει και το κάνει τόσο συχνά που αναρωτιέμαι πώς να είναι άραγε στην προσωπική του ζωή.
Ούτε η δική μου είναι αυτή που ονειρεύτηκα, ωστόσο φροντίζω να αφήνω τις μαύρες μου σκέψεις – και είναι συχνές- στο διαμέρισμα μου.
Μόνο που σήμερα είναι αλλιώς, δεν έχω καν σκέψεις, σαν κάποιος να τις διέγραψε, σαν κάποιος να ήθελε να μοιάζουν με το λευκό μου πουκάμισο.
Ούτε που θυμάμαι πόση ώρα χρειάστηκε για να φορέσω τα σωστά παπούτσια, ούτε πόση ώρα έψαχνα θέση για να παρκάρω. Περίεργο όμως, δεν με ένοιαζε που άργησα. Φυσικά δεν θα έψαχνα να βρω δικαιολογία.
Σε αντίθετη περίπτωση, θα ευχόμουν να έχει αργήσει το πρώτο του ραντεβού. Σήμερα, αν αντικρίσω το θυμωμένο του βλέμμα, απλά θα χαμογελάσω.
Με το ίδιο τεράστιο χαμόγελο, άνοιξα την είσοδο της πολυκατοικίας όπου στεγάζεται το δικηγορικό του γραφείο.
Στο ασανσέρ, ήδη περίμεναν ανυπόμονοι όπως πάντα άνθρωποι.
«Την έβαψες», μου ψιθύρισε μια φωνή στο αυτί!
«Σε ποιόν όροφο κατεβαίνετε;»
Αυτή η φωνή δεν ήταν εσωτερική…
Σήκωσα το κεφάλι.
«Στον πέμπτο παρακαλώ…»
«Α ωραία, μαζί κατεβαίνουμε»
Γιατί αισθάνομαι ξαφνικά πως δεν κατεβαίνουμε απλά μαζί; πως δεν ήταν τυχαίο γεγονός το σημερινό μπέρδεμα με τα παπούτσια μου, ούτε το πώς ξύπνησα σήμερα το πρωί; Γιατί αισθάνομαι πως γνωρίζω αυτά τα μάτια;
«Την έβαψες» αντηχεί ξανά εκείνη η φωνή στα αυτιά μου…
Τώρα όμως καταλαβαίνω και τον λόγο, δεν είναι επειδή άργησα. Είναι επειδή πρόφτασα, επειδή ήξερα, είναι που κάποιος ήθελε να έχω καθαρή σκέψη, να φορέσω λευκό πουκάμισο, να αργήσω τόσο, όσο.
«Ναι μαζί κατεβαίνουμε απάντησα, αν και έχω αργήσει όσο έπρεπε τελικά.»
Δεν γύρισα να κοιτάξω το απορημένο του ύφος.
Μου έφτανε που ένιωθα πως έπρεπε να συναντηθούμε ξανά. Τα υπόλοιπα, ήμουν σίγουρη πως θα τα κανόνιζε το σύμπαν!
Μαρία Βουζουνεράκη