Ποιον κέρδισες σήμερα;
Μπήκα ξανά στην παλαίστρα. Ήμουν αποφασισμένος αυτή τη φορά να κερδίσω. Επέλεξα να αγωνιστώ με το κόκκινο ολόσωμο μαγιό μου. Στο κεφάλι μου έδεσα ένα ασορτί μαντήλι. Το συγκεκριμένο χρώμα ανταποκρινόταν καλύτερα στη δίψα μου για νίκη. Ήταν το χρώμα άλλωστε της δύναμης, σωματικής και ψυχικής, του πάθους, της ενέργειας, της πολέμου και της φωτιάς. Σε κόκκινη φλόγα θα μεταλλασσόμουν και εγώ πάνω στον τάπητα και στο πέρασμά μου δεν θα άφηνα σίγουρα όρθιο τον αντίπαλο. Θα τον ισοπέδωνα, θα τον έβγαζα εκτός, θα κέρδιζα τον αγώνα αυτό πάση θυσία. Η νίκη ήταν μονόδρομος. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στο μυαλό μου. Με έβλεπα στο κέντρο του ρινγκ, βασιλιά – νικητή, να αποθεώνομαι από το πλήθος. Ο άλλος, αυτός με τα μπλε, θα είχε το κεφάλι του σκυμμένο και τον εγωισμό του ένα κουρέλι.
Ο αγώνας μου θα ήταν τίμιος, όπως πάντα. Όμως αυτή τη φορά, θα είχα μαζί μου σύμμαχο αυτή την καταραμένη δίψα που ένιωθα στο λαρύγγι μου. Μέχρι και το σάλιο μου ήταν στεγνό. Φτάνει πια, φώναζε μια φωνή μέσα μου και εγώ δεν ήθελα να ούτε μπορούσα να τη σταματήσω. Όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχα σχεδιάσει και δουλέψει μέσα στο κεφάλι μου. Κέρδισα, γιατί ήμουν καλύτερος ή κέρδισα επειδή το ήθελα πιο πολύ. Σημασία είχε ότι εγώ βγήκα από το ρινγκ νικητής.
Πριν επιστρέψω στο σπίτι μου, σταμάτησα να πιω ένα ουίσκι στην υγεία μου σε ένα σκοτεινό και κακόφημο μπαρ της γειτονιάς μου, που συνήθιζα να πηγαίνω ανελλιπώς μετά τους αγώνες μου. Η Φρίντα εκείνο το βράδυ ήταν ντυμένη στα κόκκινα. Το φόρεμά της ήταν τόσο εφαρμοστό που άφηνε να ξεχειλίζουν οι χυμοί της από τους γλουτούς και το στήθος. Είχε μια παράξενη ομορφιά αυτή η κοπέλα που σε ταξίδευε σε μέρη μακρινά. Θα μπορούσα να την είχα ερωτευτεί χωρίς αμφιβολία, μα ο έρωτας δεν ήταν μέσα στα πλάνα μου. Με πλησίασε και κάθισε δίπλα μου χωρίς να μου πει μια καλησπέρα. «Ποιον κέρδισες σήμερα;», με ρώτησε, ενώ στερέωσε ένα τσιγάρο στην άκρη των χειλιών της. «Εμένα», της απάντησα και της πρόσφερα σαν τζέντλεμαν την φλόγα μου.
Ιωάννα Πιτσιλλή