9 Μαρτίου 2020
Share

Όταν έφυγε από το σπίτι η μαμά

Θέλω πολύ να πάψω να θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Γυρίσαμε με τον Άνθιμο από το σχολείο και μόλις περάσαμε το κατώφλι του σπιτιού μας αντικρίσαμε τη μαμά με μια τεράστια καφετιά βαλίτσα στο χέρι.
Ο Άνθιμος γύρισε και με κοίταξε με τα μάτια γουρλωμένα και παρόλο που είναι πιο μεγάλος από εμένα, ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Εγώ έκανα ένα λυπημένο βήμα μπροστά. Ρώτησα τη μαμά για πόσο θα λείψει. Η μαμά έσκυψε το κεφάλι και απάντησε πως δε θα είναι για πολύ, μα κανείς μας δεν την πίστεψε. Οι λέξεις της απλά έπεσαν πάνω στο παρκέ και έμειναν από εκεί να μας κοιτάνε.

Με τον αδελφό μου περιμέναμε και φοβόμασταν τη μέρα που η μαμά θα έκανε πράξη αυτό που την ακούγαμε να λέει συχνά κλαίγοντας. Να φύγει δηλαδή μακριά. Ο μπαμπάς τότε εξαγριωνόταν πιο πολύ, έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά του και μετά την άρπαζε από το μαλλί και την υποχρέωνε να καθίσει γονατιστή στο πάτωμα ασκώντας τρομερή πίεση πάνω στους μικροκαμωμένους της ώμους. Χωρίς να την αφήσει στη συνέχεια, κολλούσε τη μούρη του πάνω στη δική της, το πρόσωπό του γινόταν κόκκινο όπως η φωτιά και της έλεγε πως δεν έχει να πάει πουθενά και πως αν ποτέ τολμούσε να φύγει, εμάς τα μικρά θα έπρεπε να μας ξεχνούσε μια για πάντα.

Έβλεπα τον Άνθιμο τότε να υποφέρει. Να κάθεται σε μια γωνιά και να σφίγγει τις μικρές γροθιές του. Τα νύχια του πίεζαν τόσο πολύ τις παλάμες του που αυτές μάτωναν. Πήγαινα και καθόμουν δίπλα του, χωρίς να πω μια κουβέντα. Και ας ήθελα να σηκωθώ και να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη στη μαμά να φύγει, να τρέξει μακριά. Δεν ήθελα να χάσω τη μαμά μου, δεν μπορούσα όμως ούτε να μπω ασπίδα μπροστά από το θυμό του πατέρα, ήτανε χαμένη μάχη. Ούτε ο Άνθιμος μπορούσε να το κάνει και ας έσφιγγε τις γροθιές του και ας μάτωναν οι χούφτες του. Μέναμε και οι δυο μας ακίνητοι σαν αγάλματα. Δύο μικρά φοβισμένα αγάλματα σε μια κρύα γωνιά της κουζίνας.

Η μαμά σήκωσε την καφετιά βαλίτσα της. Έκανε δυο βαριά βήματα προς το μέρος μας και την άφησε πάλι κάτω. Τα σώματα μας αγκαλιάστηκαν. Ένιωσα τη ψυχή της να σπαράζει στο κλάμα. Άκουγα τις δικές μας να κάνουν ακριβώς το ίδιο. Με μια φωνή που έτρεμε μας είπε πως θα έβρισκε τρόπο να έρθει να μας πάρει και πως θα έπρεπε να κάνουμε υπομονή και να φροντίζουμε τον πατέρα.

Ακούσαμε ένα αμάξι να κορνάρει έξω από την πόρτα μας. Ήταν το ταξί που ήρθε να πάρει τη μαμά. Η πόρτα έκλεισε απαλά πίσω της. Είχαμε κολλήσει τα πρόσωπά μας στο τζάμι καθώς την παρακολουθούσαμε να μπαίνει σε εκείνο το αμάξι. Ιδέα δεν είχαμε ποτέ θα επέστρεφε ή πότε υπολόγιζε να έρθει να μας πάρει.

Όταν γύρισε το απόγευμα ο πατέρας από τη δουλειά, μας βρήκε στη μικρή κουζίνα να μαγειρεύουμε. Είχαμε συνεννοηθεί να φτιάξουμε το αγαπημένο του φαγητό. Δε μας ρώτησε τίποτα για τη μητέρα. Είχε φροντίσει με κάποιον τρόπο φαίνεται η ίδια να τον ειδοποιήσει. Περιμέναμε και οι δυο μας μια του λέξη, ένα ξέσπασμα και όσο αυτό δεν ερχόταν τόσο πιο τρομοκρατημένοι αισθανόμασταν.

Συνεχίσαμε να μαγειρεύουμε αμίλητοι. Πάνω από ένα τηγάνι με κρεμμύδια μπόρεσα επιτέλους να αφήσω τα δάκρυά μου ελεύθερα να κυλήσουν. Ο Άνθιμος είπε πως έκοψε κατά λάθος το δάχτυλό του. Ήξερα πως έλεγε ψέματα. Χρειαζόταν μια δικαιολογία άλλωστε για να κλάψει.

«Γιατί;», φώναζαν τα δάκρυά μας, μα δεν υπήρχε κανείς για να τους απαντήσει. Μόνο κάτι λυγμοί ακούγονταν από το δωμάτιο του πατέρα, μα δεν ήταν ούτε αυτοί σε θέση να απαντήσουν.

Σκίτσο με πενάκι και ακουαρέλα, Μιχάλης Μιχαήλ.

About Ιωάννα Πιτσιλλή

Μικρή ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Κάπου στην πορεία θα χάθηκα φαίνεται. Ίσως, εν μέρει, να φέρει ευθύνη η κυρία Φι που δεν εκτίμησε στο γυμνάσιο το κειμενάκι μου με το λεωφορείο και δεν το άφησε να κάνει ποτέ του έστω μια γύρα. Η αλήθεια είναι πως μου τα τσαλαπάτησε τότε τα φτερά. Δεν βαριέσαι ! Τα έπιασα χρόνια μετά και πήρα με κόκκινες κλωστές να τα μπαλώνω!
Λένε πως τα όνειρα εκδικούνται αν μένουν ανεκπλήρωτα. Ωραία λοιπόν! Θα το πληρώσω το τίμημα… υφαίνοντας ιστορίες με νήματα στα χρώματα του ήλιου. Από το ξημέρωμα μέχρι και τη δύση του.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει