Το παραλήρημα ενός αθάνατου: Φεγγάρι

Το φεγγάρι σκαρφάλωσε στον ουρανό για άλλη μια φορά. Διεκδίκησε τη θέση που δικαιωματικά του αξίζει. Για λίγες ώρες μονάχα, θα γινόταν μάρτυρας σε όσα κάλυπτε το μαύρο πέπλο του.

«Πως είναι;» Η γνώριμη φωνή του κάποτε αθάνατου κύριου Πάκετ, έφτασε στα αφτιά του φεγγαριού.

«Πότε θα ξεκουραστείς εσύ;» Ρώτησε γεμάτο απορία, μα και εμφανώς στεναχωρημένο το φεγγάρι.

«Πως να ξεκουραστεί ένας πατέρας, όταν το παιδί του κολυμπάει μέσα στις αμφιβολίες και βασανίζεται από το άγχος;»

Το φεγγάρι γύρισε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση που ερχόταν η φωνή κι ένα μικρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του.

«Έχετε γίνει αχώριστοι!» Μπροστά στο φεγγάρι δύο φιγούρες, δύο πνεύματα που κάποτε σαν αντρόγυνο περπάτησαν αυτόν τον κόσμο. Απόψε, μετά από χρόνια αναμονής και μοναξιάς, είχαν συναντηθεί στην επόμενη ζωή. Παρέα κάθε βράδυ, αντάμωναν το φεγγάρι και μαζί παρακολουθούσαν και προσεύχονταν για το αλητάκι που ο κύριος Πάκετ, μάζεψε από το δρόμο.

Οι δυο φιγούρες κρατούσαν η μια σφιχτά το χέρι της άλλης, εμφανώς φοβισμένοι να αφεθούν, καθώς ο χρόνος τους είχε κρατήσει πολλά χρόνια χωριστά. Στην αγκαλιά της η κυριά Πάκετ, κρατούσε ένα όμορφο μωρό, τυλιγμένο μέσα στην κουβερτούλα του.

«Είναι χαρούμενος; Πήρε την προαγωγή που ήθελε;» Ρώτησε ο κύριος Πάκετ, αποφεύγοντας να απαντήσει μια ερώτηση που είχε απαντήσει ήδη εκατοντάδες φορές.

Το φεγγάρι του χαμογέλασε γλυκά και του απάντησε: «Γιορτάζει την προαγωγή του! Φίλοι και οικογένεια μαζεμένοι και αγαπημένοι. Μεγάλωσε ένα καλό αγόρι κύριε Πάκετ!»

Δάκρυα χαράς, μα και συνάμα νοσταλγίας που δεν μπορούσε να είναι εκεί. Με το χέρι του ο κύριος Πάκετ σκούπισε τα δάκρυα στο πρόσωπο του. Η κυρία Πάκετ, έσφιξε το χέρι του άντρα της και τον πλησίασε. «Κάποια μέρα, θα μας τα πει από κοντά. Θα τον αγκαλιάσουμε και θα ανταλλάξουμε ιστορίες.» Ένα γλυκό φιλί γέμισε με ελπίδα την καρδιά του κύριου Πάκετ.

Καθώς, η νύχτα έφτανε στο τέλος της, το φεγγάρι θέλησε να αποχαιρετήσει τους φίλους του, αφού έπρεπε να δώσει τη θέση του στον ήλιο. Είχε έρθει η ώρα να βασιλέψει αυτός στους ουρανούς.

«Θα σας δω αύριο;»

Το ζευγάρι με μια φωνή, απολύτως συντονισμένη, απάντησε: «Κάθε βράδυ και κάθε μέρα. Θα είμαστε εδώ, θα τον περιμένουμε, θα τον προσέχουμε και θα προσευχόμαστε γι’ αυτόν. Γι’ αυτόν και για την οικογένεια του. Μέχρι μια μέρα να έρθουν εδώ μαζί μας και όλοι μαζί να προσέχουμε τα δικά του παιδιά.»

Το φεγγάρι, δεν ήξερε τι θα πει να έχεις οικογένεια, να νοιάζεσαι για κάποιον με όλη σου την ψυχή. Όμως, τώρα είχε αρχίσει να καταλαβαίνει.

«Και εγώ το χαζό νόμιζα ότι ο θάνατος είναι το τέλος.» Ψιθύρισε σε μια στιγμή συνειδητοποίησης το κουρασμένο φεγγάρι, καθώς παραχωρούσε το θρόνο του.

Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή της κυρίας Πάκετ, που τα μάτια της γεμάτα φλόγα είχαν ανταμώσει τα μάτια του συζύγου της: «Όταν έχεις αγαπήσει και έχεις αγαπηθεί, γίνεσαι πραγματικά αθάνατος. Ο χρόνος δε σε διεκδικεί, ο θάνατος γίνεται μια νέα αρχή, όχι το τέλος!».

Γιώργος Χατζηκυριάκου

About Γιώργος Χατζηκυριάκου

Μπορεί επίσης να σας αρέσει