Μείνε εδώ Λεμονιά!

Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να μην πέφτω πάνω στο Μωυσή από τον πρώτο. Την τελευταία φορά η συνάντησή μας στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας ήταν επεισοδιακή. Το θράσος του είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Δεν ήταν μόνο ότι μου την έπεφτε.  Ήταν εκείνο το ύφος του νταή που «φόραγε» στη φάτσα του και που δεν άντεχα με τίποτα. Αν δε σκεφτόμουν την καημένη τη Λεμονιά θα του έριχνα μερικές σφαλιάρες στη μούρη για να καταλάβει. 
 
Δεν πίστεψα ποτέ μου πως αυτό το ζευγάρι είχε μια ευτυχισμένη ή έστω μια καλή ζωή μαζί. Όμως τι σημασία έχει τι πίστευα εγώ; Δεν ήταν δική μου δουλειά να εκφράσω τη γνώμη μου, ούτε να ανακατευτώ όταν μερικές φορές άκουγα από το διαμέρισμά τους φωνές και κλάματα. Όπως όλα τα ζευγάρια θα τσακώνονταν, λογικό είναι. Μερικές φορές όμως κάτι μέσα μου με ενοχλούσε, σαν κάποια δύναμη να με έσπρωχνε να πιάσω τη Λεμονιά, να της μιλήσω, να τη ρωτήσω αν όλα ήταν καλά, μα μετά το μετάνιωνα και καθόμουν στ’ αυγά μου. Καλό κορίτσι φαινόταν η Λεμονιά μα είχε δύο ολοστρόγγυλα μάτια στο χρώμα του συννεφιασμένου ουρανού που στάζανε μελαγχολία. Ίσως και θλίψη, δεν ξέρω. Άλλωστε, ποτέ δεν είχαμε μιλήσει για πάνω από πέντε λεπτά όποτε συναντιόμασταν στην είσοδο της πολυκατοικίας.
 
Με την πανδημία τώρα και τα μέτρα εγκλεισμού στο σπίτι έπεσαν στην αντίληψή μου αυτά που υποψιαζόμουν, τα χειρότερα δηλαδή. Αυτό το τέρας την χτυπούσε την καημένη τη Λεμονιά. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη αν ήταν κάτι που το συνήθιζε από παλιά ή αν το ξύλο ήρθε και προστέθηκε τώρα στις συνήθειές του λόγω της τρέχουσας κατάστασης που μας υποχρέωνε να μείνουμε όλοι στο σπίτι. Άκουγα την αγριοφωνάρα του να βρίζει και τη Λεμονιά αρχικά να προσπαθεί να τον ηρεμήσει. Μετά οι σφαλιάρες έπεφταν βροχή. Ήθελα να τρέξω πάνω, να σπάσω την πόρτα. Να αρπάξω τη Λεμονιά από τα βρομόχερά του, να τον φτύσω στα μούτρα τον νταή που χτύπαγε τη γυναίκα του. Δεν έκανα τίποτα. Ήμουνα μια γυναίκα μόνη και αυτός ένα γομάρι μέχρι εκεί πάνω. Δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ. Σκεφτόμουν μια τη Λεμονιά και μια την ατολμία μου να τη βοηθήσω. Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα. Μέχρι την προηγούμενη Τετάρτη.
 
Ήταν γύρω στο απόγευμα όταν ενώ έβγαινα από το σπίτι να πάω μια μικρή βόλτα στο τετράγωνο πέτυχα τη Λεμονιά να τρέχει πανικόβλητη και τρομαγμένη στις σκάλες. Ήταν ολοφάνερο πως η κοπέλα χρειαζόταν βοήθεια. Υπήρχαν αίματα στο πρόσωπο και στα χέρια της.Έτρεξα πίσω της και στη γωνία της πολυκατοικίας, επιτέλους, την έφτασα. «Στάσου! Λεμονιά περίμενε» της είπα με όση φωνή μου είχε απομείνει. Αφού γύρισε προς το μέρος μου έπεσε στην αγκαλιά μου με αναφιλητά ενώ λίγα λεπτά αργότερα μου ζητούσε συγγνώμη γι’ αυτό. Την έπιασα γερά από τους ώμους κοιτώντας την σταθερά στα μάτια και της είπα ότι τώρα θα πάμε σπίτι μου να πιούμε έναν καφέ και να ηρεμήσουμε κι εκεί θα τα πούμε όλα. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένας ιός. Καμία καραντίνα. Υπήρχε μόνο μία γυναίκα που χρειαζόταν τη βοήθειά μου.
 
Την έμπασα στο σπίτι μου. Την οδήγησα στο μπάνιο να πλυθεί και περιποιήθηκα με οινόπνευμα τις πληγές στα μάγουλα και στα μπράτσα της. Πήγα να φτιάξω καφέ μα ο καφές μου είχε τελειώσει. Πήρα τηλέφωνο στο Starbucks στη γωνία. Παρήγγειλα δύο παγωμένα latte και έδωσα τη διεύθυνσή μου για παράδοση. Ο Μωυσής δε θα την έψαχνε μου είπε η Λεμονιά. Ποτέ δεν το έκανε. Θα την περίμενε να επιστρέψει στο σπίτι, γνωρίζοντας πολύ καλά πως η Λεμονιά δεν είχε πού αλλού να πάει. 
 
Ο διανομέας ήρθε σχετικά γρήγορα και μου παρέδωσε τους καφέδες. Παρατήρησα πως πάνω στα πλαστικά ποτήρια είχαν τα παιδιά, από το Starbucks, σημειώσει στα αγγλικά «Μένουμε σπίτι» και « Μένουμε ασφαλείς».  Πήρα ένα κόκκινο δικό μου μαρκαδοράκι και τα διέγραψα. Έγραψα με τεράστια γράμματα στο κύπελλο της Λεμονιάς «Μείνε εδώ» και στο δικό μου «Μαζί θα τα καταφέρουμε!». Και το εννοούσα…
 
Γράφουν: Ιωάννα Πιτσιλλή και Εύα Κοτσίκου 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *