Εγκλημάτων κρίματα
Με βαρύ, αργό και σερνάμενο βήμα, το Αθηνιώ κατάφερε ν’ ανέβει το βουνό, αψηφώντας την πύρα του μεσημεριού. Στάθηκε λαχανιασμένη και κάθιδρη, κάνοντας το αριστερό χέρι της αντήλιο και κοίταξε ως πέρα μακριά, όλη την καταπράσινη πεδιάδα και τα λιγοστά χαμόσπιτα που στόλιζαν τα εγκόσμια του ερημωμένου χωριού. Κατάκοπη και με λιγοστή αντοχή, κανάκεψε με το δεξί της χέρι το μωρό που είχε τυλιγμένο στον κόρφο της. Έστω και με αδειανούς τους μαστούς της πια, κατάφερε να το βυζάξει πριν ξεκινήσει την ανάβαση κι έτσι αποκοιμήθηκε ήρεμο και ξεγελασμένα χορτάτο. Όσο ξεγελασμένη στάθηκε και η ίδια στη ζωή της…
Χαμογέλασε πικρά, ενθυμούμενη την αναδρομή στο μακρινό και κοντινό της παρελθόν. Όντας παράξενα όμορφη, με μάτια πρασινογάλανα˙σαν τα βαθιά άγρια νερά της θάλασσας, με μαλλιά καστανομελιά˙ σαν τα φρεσκοσκαμμένα χώματα, με μια φωνή κελαϊδιστή˙ όπως σπάνιου πτηνού τιτίβασμα, με μιαν αρχαία αύρα τυλιγμένη˙ ζώσα και αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο, με μια σοφία προικισμένη˙ αόρατα κεντημένη στο υφαντό της οντότητάς της. Δεν προκαλούσε το θαυμασμό, δε μαγνήτιζε την προσοχή, δεν απασχολούσε τα πλήθη με καμία προσπάθεια. Όλα γίνονταν αβίαστα και απορούσε με τον εαυτό της. Αμέτρητοι οι θαυμαστές, πολλοί οι μνηστήρες, πάντα χανόταν στα μεγάλα λόγια και τα βαριά τους τάματα.
Όμως κάθε φορά, απέμενε πιο έρημη και πιο φτωχή από ποτέ. Κυοφορούσε με στωικότητα τους απελπισμένους έρωτές της και γεννούσε με μυστικότητα τα ξεγραμμένα νεογνά της και τα ζούσε με λιτότητα, την ελάχιστη ζήση που άντεχαν εκείνα, στον αφόρητο ζόφο της μοίρας τους. Πόσες φορές, το ίδιο λάθος απανωτά. Γαντζωνόταν από την άγρια ψυχή της και συνέχιζε να πορεύεται. Τούτη τη φορά, το νιώθει πως είναι όλα αλλιώς. Δεν έχει ούτε μπρος, ούτε πίσω η ιστορία.
Καταλαβαίνει τη δίψα της. Το χέρι της τώρα, αφήνει τον ίσκιο στο μέτωπό της και ψάχνει αδύναμα το – κρεμασμένο ολόγυρα στην ισχνή μέση της – φλασκί, για να πιει νερό. Το ζυγίζει πρόχειρα πιάνοντάς το και καταλαβαίνει πως είναι λιγοστό πια. Μετά βίας έχει δύο γουλιές. Στάζει απλά πάνω στα χείλη της μια στάλα και ίσα που τα βρέχει. « – Να πιει σαν ξυπνήσει το υπόλοιπο, το τζιέρι μου το πονεμένο, το στερνό μου, το άμοιρο, το καταφρονεμένο » μονολογεί ψιθυρίζοντας σιωπηλά το Αθηνιώ. Όμως ξάφνου παγώνει έντρομη, ενθυμούμενη για ποιο λόγο ανέβηκε ίσαμ’ εδώ πάνω. Χαμηλώνει τα μάτια και κοιτάζει με πένθιμη συμπόνοια το τρυφερό της σπλάχνο.
« – Δεν έχει άλλη δροσιά σ’ ετούτη τη γη σου παιδί μου.» Να μην ξυπνήσεις και υποφέρεις ξανά. Τώρα, που ο ύπνος σε κρατάει στην αγκαλιά του, τώρα θα πρέπει να σε αποχωριστώ, να μην ακούσω ξανά το κλάμα σου το γοερό και σκιστεί η καρδιά μου σε χίλια κομμάτια. Κανείς δεν έσκυψε να σε φιλήσει, κανείς δε νοιάστηκε να σε προϋπαντήσει, κανείς δεν σ’ άφησε να ευδοκιμήσεις, είχες μονάχα μια μοίρα προδιαγεγραμμένη από χέρια αχόρταγα για λεηλασία, σφετερισμό, εκμετάλλευση και καθυποταξία. Η μάνα σκοτώνει τα παιδιά της μπρος στην απειλή του θανάτου τους από άλλους. Γίνεται το χέρι του εγκλήματος αλλά το όπλο που σημαδεύει, είναι άλλων.
« – Καλή αντάμωση, σαρκίο μου τιμημένο » ψιθυρίζει αργά και συλλαβιστά, κοιτάζοντας με υγρά μάτια το βρέφος που κρατάει στην αγκαλιά της.
Τώρα, βρίσκεται πια κοντά στο χείλος του γκρεμού. Υψώνει το βλέμμα στον ουρανό, ξεκινάει ένα νανούρισμα απαλό να ψελλίζει σ’ ένα μωρό που κοιμάται γαλήνια, σκύβει, φιλάει με ευλάβεια το τρυφερό μέτωπό του και ανοίγοντας τα χιλιομπαλωμένα κουρέλια της, το ξεφασκιώνει και το πετά με μιαν απαλή και συνάμα δυνατή κίνηση στον αέρα.
Ζωή Παπατζίκου