Ένα πράσινο σμαραγδί φόρεμα
‘’Ορίστε! βλέπεις; Παντρεύεται κι αυτή! Μόνο εσύ δεν μπορείς να βρεις άντρα. Όλες οι γνωστές τα κατάφεραν. Τι περιμένεις; Άφησες εκείνο το καλό παιδί, εκείνον ντε! το λογιστή, το Ροδίτη. Τώρα θα είχες δυο παιδιά , αλλά που μυαλό εσύ…’’ ‘’Είναι κοντός! είναι μαυριδερός!’’ ‘’Είναι αυτό είναι τ’ άλλο’’ όλο σου ξίνιζε και όλο σου βρώμαγε. ‘’Κοιτά κακομοίρα μου, σ’ αυτόν το γάμο που θα πας, να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Έφτασες τριάντα τέσσερα παρακαλώ! Πήγαινε και αγόρασε ένα φόρεμα της προκοπής! Θα είναι τόσος κόσμος εκεί, γιατροί, δικηγόροι. Σε κλείνω τώρα, ακούς;’’ Επιτέλους το έκλεισε! Μισώ τους γάμους! και επίσης μισώ και τις συζητήσεις για τους γάμους. Όταν μιλάει η μανά μου γι’ αυτό το θέμα, νομίζω ότι τη μισώ και αυτήν. Μου μιλάει με αυτό το ύφος, απαξιώνει όλες μου τις προσπάθειες, το πτυχίο μου, τη δουλειά μου. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία εγώ νιώθω περήφανη και αυτή δεν τα υπολογίζει. Εγώ δε φορτώθηκα το λάθος σύζυγο μόνο και μόνο για να μη μείνω άτεκνη. Απέφυγα ότι μπορούσα να αποφύγω και δεν προκάλεσα πόνο, ούτε στον εαυτό μου αλλά ούτε σε άλλους.
Είσαι στο κέντρο απόγευμα Παρασκευής και έχεις μόνο λίγες ώρες για να αγοράσεις ό,τι χρειάζεσαι για μια αξιοπρεπή εμφάνιση. Παρατηρείς προσεκτικά καθώς προχωράς τις βιτρίνες των καταστημάτων αλλά δε βλέπεις τίποτα που να σου ταιριάζει. Η ώρα περνάει και η απογοήτευση μεγαλώνει. Το βασανιστικό ερώτημα, τι θα φορέσεις τελικά; ‘’θα πάω με ένα άσχετο φόρεμα προπέρσινο και θα έχω γλιτώσει και τα λεφτά μου’’. Απαντάς στον εσωτερικό κριτή μέσα σου. Στο απέναντι πεζοδρόμιο κάτι εντοπίζεις. Περνάς απέναντι ενώ ρίχνεις μια ματιά στο ρολόι σου. Μπαίνεις στο κατάστημα, αναζητάς μια κοπέλα και σε λίγο βγαίνεις με ένα πράσινο –σμαραγδί φόρεμα. Η κοπέλα πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα να φορέσεις ένα ζευγάρι γόβες. ’’Είναι πάνω από δώδεκα πόντους! πως θα σταθώ εκεί επάνω;’’ Σκέφτεσαι, αλλά δέχεσαι να τις φορέσεις. Η κοπέλα επιμένει και εσύ δεν έχεις άλλο χρόνο έτσι το αγοράζεις.
Πρέπει να αποφύγω με κάθε τρόπο να φαίνομαι ‘’γυναίκα μονή ψάχνει’’. Τραβάω τσουλούφια να φαίνεται το κεφάλι μου λιγότερο στημένο. Τώρα είμαι έτοιμη! Καλύτερα να πάρω ένα ταξί και να πάω. Αυτά τα κτήματα τα έχουν όλα μέσα και θα γλιτώσω τις πολλές μετακινήσεις. Ευτυχώς το γκαζόν είναι στεγνό, αλλιώς θα βυθίζονταν τα τακούνια. Η τελετή έχει αρχίσει και όλα γίνονται με ηρεμία. Προφανώς ο ιερέας σύμπτυξε το μυστήριο και καθίσαμε νωρίς στις ροτόντες. Στο τραπέζι μας βλέπω αρκετούς ανύπαντρους και δυο ζευγάρια αλλά κανένας γνωστός. Όλη αυτή η αμηχανία του τι να πεις και τι να κάνεις… Αρχίζω λοιπόν να ρωτάω για τα επαγγέλματα και για πιθανή συγγένεια με τους νεόνυμφους. Διαπιστώνω γρήγορα ότι όλοι είναι αδιάφοροι. Σηκώνομαι, η νύφη θα πετάξει την ανθοδέσμη και είναι αγένεια να μην πάω. Χαμογελώ στην κοκκινομάλλα που την έπιασε.
Είμαι έτοιμη να στρίψω για το τραπέζι μου , όταν με πλησιάζει και με ρωτάει ’’Θα χορεύατε μαζί μου;’’. Είναι ένας άντρας περίπου σαράντα και κάτι, πολύ όμορφος και ευθυτενής. ‘’Μα φυσικά, με μεγάλη μου χαρά’’ Απαντώ. ’’Σας είδα πριν και κατάλαβα ότι είσαστε μονή’’. ’’Σωστά καταλάβατε’’. Λέω με άνεση.
Χορέψαμε, είχε τόσα ενδιαφέροντα πράγματα να μου πει, ήταν έξυπνος, και αστείος. Επέμενε ότι είχα την πιο ανεπιτήδευτη παρουσία της βραδιάς και ότι αυτό με έκανε ακαταμάχητη. Μου είπε ότι είχε εντυπωσιαστεί από το υπέροχο πράσινο –σμαραγδί φόρεμα. Επαναλάμβανα συνεχώς μέσα μου ότι συμβαίνουν και θαύματα. Σε τόσο λίγο ένιωθα σαν τη σταχτοπούτα. Ήταν σαν να βρίσκομαι μέσα σε μια τεραστία σαπουνόφουσκα και παρακαλούσα να μην σπάσει. Οι χοροί εναλλάσσονταν καθώς επίσης και οι συζητήσεις με ευφυΐα και χιούμορ. Ο κόσμος γύρω μας άρχισε να αραιώνει και λογικά θα έπρεπε να φύγουμε και εμείς. Προσφέρθηκε να με μεταφέρει με το αυτοκίνητο του και το θεώρησα πολύ ευγενικό.
Έχουμε φτάσει μπροστά από το σπίτι μου και μου ζητάει το τηλέφωνο μου. Είχα αρχίσει να λέω τα νούμερα όταν χτύπησε το δικό του τηλέφωνο. Απάντησε με τρυφερότητα. Ήταν η γυναίκα του! Έκλεισε το τηλέφωνο και χωρίς καμία ενοχή και εντελώς ρητορικά. Μου είπε ‘’Δεν πιστεύω να έχεις πρόβλημα; γιατί από την αρχή μου φάνηκες πολύ άνετη κοπέλα’’.
Είσαι έξω από το αυτοκίνητο στο κατώφλι της πολυκατοικίας και προσπαθείς να κάνεις τον απολογισμό της βραδιάς. Η ευθύνη ήταν κυρίως δική σου. Αφέθηκες στη γοητεία του και δεν ρώτησες να μάθεις τα στοιχειώδη. Ένιωθες σαν να διαλύθηκες μαζί με όλη τη μαγεία. Η σαπουνόφουσκα είχε σπάσει απότομα. Η άμαξα έγινε κολοκύθα και ο αμαξάς τρωκτικό. Ήταν τόσο ενοχλητική αυτή η αυτοπεποίθηση και η έπαρση που είχε. Αυτή η σιγουριά ότι είχε την εύκολη λεία στα χέρια του. Δε φάνηκε να έχει ούτε ίχνος ντροπής. Εσύ με ψυχραιμία και χωρίς να δείξεις θυμό ή απογοήτευση τον απέφυγες. Εντελώς τυπικά και ψυχρά ευχαρίστησες και έφυγες.
Μπαίνοντας στο κτίριο βλέπεις τον εαυτό σου στο μεγάλο καθρέφτη. Είσαι αρκετά μεγάλη τώρα και ίσως πρέπει να πάψεις να πιστεύεις στα παραμύθια, σου υπενθυμίζει ο εσωτερικός κριτής. ‘’Θα συμφωνήσω μαζί σου, είμαι αρκετά μεγάλη, αλλά εγώ θα συνεχίσω να πιστεύω στα παραμύθια’’. Λες σχεδόν φωναχτά και χαμογελάς!
Φωτοπούλου Παρασκευή