11 Ιουλίου 2020
Share

Τα απογεύματα της Κυριακής

Ήταν μόλις δέκα μέρες που τέλειωνε το σχολείο, όταν μέσα σε μια νύχτα άλλαξε η ζωή του, ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα, τον έθεσε αρχηγό της οικογένειας. Η μητέρα με προβλήματα υγείας δε θα μπορούσε να δουλεύει, η αδελφή του πήγαινε ακόμα στο δημοτικό και υπήρχε και η εκκρεμότητα με ένα στεγαστικό δάνειο. Όταν βρέθηκε αυτή η δουλειά, μέσω του κυρ Λάμπρου του κουνιάδου του βουλευτή, ήταν ευλογία. Δεν είχε καν το δικαίωμα να την αρνηθεί, έπρεπε πάση θυσία να εργαστεί και ταυτόχρονα να βρίσκεται κοντά και στις δύο γυναίκες. Δεν τόλμησε ποτέ να μιλήσει για δικά του όνειρα, ήξερε ότι εάν ζούσε ο πατέρας του θα ήταν αλλιώς.

Στην αρχή, όταν πρωτοπήγε σε εκείνο το γραφείο ένιωθε να πνίγεται μέσα στις χιλιάδες κόλλες χαρτιού. Βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου, απομονωμένος χωρίς άλλους συναδέλφους και οι επισκέψεις από το κοινό ήταν περιορισμένες. Το γραφείο βλέπει από ένα στενό παράθυρο στον ακάλυπτο και κυριαρχεί παντού η μυρωδιά από χαρτί και μελάνι την οποία και δεν μπόρεσε ποτέ να τη συνηθίσει. Καθημερινά έρχεται την ίδια ώρα, είναι τυπικός σαν ένα καλά κουρδισμένο ρολόι γιατί θέλει να αποφεύγει παρατηρήσεις από ανωτέρους. Είναι ένας σοβαρός δημόσιος υπάλληλος που οι άλλοι άνθρωποι τον θεωρούν τυχερό γιατί έχει ένα σταθερό εισόδημα. Ξέρει την αξία της συγκεκριμένης δουλειάς, όμως μέσα του υπάρχει μια ψυχή θαλασσινή που ασφυκτιά μέσα σε εκείνο το γκρίζο γραφείο. Η δουλειά, το σπίτι και γενικά η στεριά είναι η φυλακή του και αυτή η ζωή είναι το δικό του σαράκι που τον τρώει. Πρέπει να κάνει ακόμα υπομονή, η αδελφή του σπουδάζει και η μητέρα του έχει χειροτερέψει με την υγεία της και το δάνειο δεν έχει αποπληρωθεί. Βλέπει τη ζωή του να περνά και να χάνεται και αυτός να θάβεται μέσα στην επανάληψη της καθημερινότητας. Όλα εδώ είναι ακριβώς ίδια όπως την πρώτη μέρα που ήρθε, το γραφείο, οι συνάδελφοι, η δουλειά. Είναι ολόιδιος με το καράβι που βλέπει δεμένο στο ίδιο σημείο στο λιμάνι και νιώθει να σκουριάζει όπως η λαμαρίνα.

Ο καιρός περνά και καταλαβαίνει ότι δε θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι τα κατεβαίνει τα απογεύματα της Κυριακής στο λιμάνι. Εκεί κοιτάζει τα πλοία για πολλή ώρα και περιμένει εάν τύχει και βρει κάποιον παλαίμαχο ναυτικό. Στέκει με ανυπομονησία να ακούσει, να του διηγηθεί κάτι που είδε και έζησε από τις μακρινές χώρες. Τη ζωή στην Βραζιλία, τις ανθισμένες κερασιές στην Ιαπωνία, την ξηρασία στις Αφρικάνικες χώρες, κάθε ήπειρος και διαφορετικές εμπειρίες. Μοιράζεται τις εικόνες και τις αισθήσεις των άλλων και φαντάζεται τον εαυτό του σαν πολίτη του κόσμου. Ελπίζει πως ίσως να μην είναι πολύ αργά να διασχίσει τους ωκεανούς και να λύσει επιτέλους τους κάβους.

Φωτοπούλου Παρασκευή

About Παρασκευή Φωτοπούλου

Αγαπώ να διαβάζω και ειδικά Ελληνική Μυθολογία όταν έχω ελεύθερο χρόνο ασχολούμαι με την συγγραφή κειμένων.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει