Πάγωσε ο χρόνος
Σε έναν κόσμο τόσο άδειο, που ακόμα και ο χρόνος τον έχει εγκαταλείψει. Κάθε σήμερα, κάθε αύριο, σκηνές σε επανάληψη, που σαν ψηφιακός τίτλος, παίζει ξανά και ξανά στον υπολογιστή της ζωής. Περιτριγυρισμένος από γνωστές φιγούρες και οικεία πρόσωπα, όμως και πάλι τόσο μόνος. Δε θα μου πουν τα νέα τους. Δε ρωτώ πλέον. Κάθε μέρα είναι τόσο ίδια με την προηγούμενη, όσο και με την επόμενη.
Εγώ παγιδευμένος σε αυτήν την άβυσσο. Προσπαθώ να καταλάβω, ποιες ήταν οι επιλογές που με οδήγησαν εδώ. Αν δεν είχα ζήσει αυτήν την απομόνωση. Αν δε γνώριζα τι θα πει να είσαι μόνος, ενώ σε περιτριγυρίζει κόσμος. Τότε, θα έλεγα πως δεν είναι και τόσο άσχημο το να μη φοβάσαι για το αύριο. Θα πίστευα πως, το να μην υπάρχει το “αύριο” να σε τρομάξει, ίσως είναι ευλογία.
Σηκώνομαι και ντύνομαι. Η γραβάτα, φρέσκια, σιδερωμένη, καθαρή. Κάνω το γνωστό τύλιγμα γύρω από το λαιμό μου. Στο πρόσωπό μου περιγράφονται όλα μου τα συναισθήματα, ένα μεγάλο κενό. Καμία έκφραση δεν τολμάει να ζωγραφίσει πάνω από το κενό της μοναξιάς. Αφού ετοιμάστηκα, στρώνω για μια τελευταία φορά τη γραβάτα μου. Σε όλη την προετοιμασία μονολογώ, ρωτάω τον εαυτό μου και απαντώ. Ερωτήσεις και απαντήσεις που ήδη γνωρίζω. Είμαι ο μόνος που ζει, είμαι ο μόνος που θυμάται πως και εχθές ήταν σήμερα. Πως τίποτα δεν άλλαξε, μα και τίποτα δε θα αλλάξει.
Ξαφνικά σοκ, δέος, το τρέμουλο τυλίγει το κορμί μου και παλεύει να πάρει τον έλεγχο. Στα μαλλιά μου μια άσπρη τρίχα κάθεται ανάμεσα στις μαύρες. Μα πώς; Ο χρόνος δεν κυλάει, εγώ γιατί γερνάω; Η απάντηση έρχεται συνοδευόμενη από το άγχος, το φόβο και τη συνειδητοποίηση. Με λίγη λογική σκέψη, καταλήγω στο μόνο δυνατό συμπέρασμα.
Ο χρόνος δε σταμάτησε, εγώ έκλεισα τα μάτια της ψυχής μου. Οι άνθρωποι δεν έμειναν στάσιμοι, εγώ έπαψα να προχωράω μπροστά. Οι φιγούρες γύρω μου, δε μου είπαν ποτέ κάτι καινούργιο, γιατί ποτέ δεν κάθησα να ακούσω.
Φοβήθηκα την αλλαγή και έμεινα σταθερός στο σήμερα, όμως κάθε χτύπος του ρολογιού, έκλεβε ένα κομμάτι από το χρόνο μου. Ξάφνου, η αντανάκλαση μου στον καθρέφτη για πρώτη φορά εδώ και καιρό έχει συναισθήματα. Ο τρόμος χαράχτηκε στο πρόσωπο μου. Όμως, δεν κράτησε πολύ. Ένα δεύτερο συναίσθημα πήρε τον έλεγχο. Η χαρά. Η χαρά, με σύμβολο το χαμόγελο, έδιωξε τον τρόμο και κυριάρχησε στις γωνίες του προσώπου μου. Ο χρόνος δε σταμάτησε ποτέ. Αυτό σημαίνει πως μπορεί το εχθές να μην αλλάζει και ο χρόνος που έχασα να μη γυρίσει ποτέ. Όμως, μπορώ να αλλάξω το σήμερα.
Με μικρές κινήσεις, κυνήγησα να αποκαλύψω τις φιγούρες γύρω μου. Κάθε φιγούρα είχε αρκετές ιστορίες να μου πει. Όμορφες και άσχημες. Κάθε ιστορία και μάθημα. Κάθε μάθημα και ένα βήμα προς ένα καλύτερο αύριο.
Έτσι, μια άσπρη τρίχα και ένα σημάδι πως η κλεψύδρα του χρόνου ήταν λειτουργική. Ήταν αρκετά για να με βοηθήσουν να σταματήσω, τον ατέρμονο κύκλο της ημέρας της μαρμότας. Έσπασα τη φυλακή μου. Είμαι ελεύθερος. Πλέον κάθε σήμερα, είναι μια νέα ιστορία. Μια νέα πινελιά στον καμβά της ζωής και κάθε νέα περιπέτεια, είναι μια ακόμα σκηνή στην ατελείωτη ταινία της ζωής.
Γιώργος Χατζηκυριάκου