Ποτέ μη λες αντίο!

Σκαρφάλωσα στην κορυφή του μεγαλύτερου βουνού. Πίστευα πως αν έφτανα λίγο πιο κοντά στον ουρανό, κάποιος, κάτι εκεί έξω ίσως να άκουγε την κραυγή μου. Ίσως να με παρηγορούσε και να με ηρεμούσε.

Τον τελευταίο καιρό φόβος και αγωνία κατοίκισαν σε μυαλό και καρδιά. Παρακολούθησα το θάνατο να πλησιάζει. Με λόγια γλυκά και ιστορίες ξεγνοιασιάς σε ξελόγιασε και ταξιδέψατε μαζί. Στην εκκλησία όλοι μαζεμένοι. Τα λόγια που θέλαμε να σου πούμε πάρα πολλά. Μόλις, τα λόγια έμαθαν για το ταξίδι σου ντύθηκαν βιαστικά και έτρεξαν στη γλώσσα. Από εκεί παρακολουθούσαν το μυστήριο και παρακαλούσαν το στόμα να ανοίξει. Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το σκοπό τους. Έπρεπε να ταξιδέψουν απ’ τα στόματά μας στα δικά σου αυτιά.

Κάποια στόματα άνοιξαν, μα τα λόγια δε βγήκαν. Ήταν πλέον αργά. Εμείς δεν ξεστομίσαμε πράγματα απλά, όπως “σ ‘αγαπώ”, “με κάνεις περήφανο”, “ευχαριστώ”. Και εσύ δεν τα άκουσες. Χαμένοι και οι δύο.

Οι ήρωες μου μαζεμένοι εκεί. Τους κοίταζα να κλαίνε. Το χαμόγελο έλειπε από τα πρόσωπά τους. Κάθε μέρα το χαμόγελο εκεί, πάνω – πάνω. Μα σήμερα είχε κρυφτεί. Το στόμα μου κλειστό, μα η ψυχή μου φώναζε. Παρακαλούσε να μου πείτε πως όλα ήταν ένα ψέμα. Ήλπιζα πως θα διορθώνατε αυτήν τη μεγάλη αδικία. Όμως μάταια.

Οι ήρωες μου σπασμένοι, νικημένοι και απαρηγόρητοι. Αν έχασαν αυτοί πως μπορούσα να έχω κερδίσει εγώ;

Όλη μου η δύναμη στο λαιμό. Γροθιές σφιχτές και μάτια κλειστά. Φώναξα: “Πως μπορώ να κερδίσω;”. Ήμουν στην κορυφή, όσο πιο κοντά μπορούσα στο αυτί του θεού και σιγουρεύτηκα πως θα με ακούσει. Ο αέρας φυσούσε δυνατά, πάλευε να με ρίξει από το βουνό. Εκεί ήταν το βασίλειό του, δεν είχα θέση εγώ. Πολέμησα, στάθηκα. Έβαλα το χέρι μπροστά από τα μάτια, για να με προστατέψει από τον αέρα και συνέχισα: “Γιατί δε μου έδωσες λίγο ακόμα χρόνο;”.

Ο αέρας φύσηξε πιο δυνατά. Ήθελε να με ρίξει μα δε σκόπευα να χάσω. Ήδη έχασα μια φορά, γονάτισα, έκλαψα και ένιωσα μικρός και όλα αυτά μακριά από ανθρώπινα μάτια. “Δώσε μου μια στιγμή μονάχα. Να πω σ ’αγαπώ και να κάνω μια τελευταία αγκαλιά”.

Το πόδι μου γλίστρησε και παραλίγο να πέσω. Όμως σηκώθηκα και στάθηκα στην κορυφή, ίσος προς ίσο. Μπορεί ο άνεμος να ήταν βασιλιάς εκεί. Όμως σήμερα, θα μάθαινε πού ήμουν διατεθειμένος να φτάσω για τις απαντήσεις που ζητούσα.

“Απάντησέ μου! Το απαιτώ!”. Παύση μιας στιγμής και η φωνή χαμήλωσε. “Το θέλω..!”. Μια ακόμα παύση και καθώς τα γόνατα μου δίπλωσαν, τελείως αδύναμα συνέχισα: “Σε παρακαλώ… Απάντησέ μου!”.

Καμία απάντηση. Ο αέρας με αναγνώρισε σαν ίσο και έστω και προσωρινά μου επέτρεψε να μείνω εκεί. Το ζεστό πλέον αεράκι του έκατσε στους ώμους μου και μου κράτησε συντροφιά.

“Δε θα απαντήσει, δε δουλεύει έτσι αυτός ο κόσμος.” Ψιθύρισε ο αέρας. Η φωνή του ζεστή και απαλή σαν το πέπλο του που με κρατούσε τώρα ζεστό.

Με μάτια βουρκωμένα, όνειρα γκρεμισμένα και ολική έλλειψη ελπίδας ρώτησα: “Και πώς λειτουργεί αυτός ο κόσμος;”. Έψαχνα από κάπου να πιαστώ. Κάποιον να μου εξηγήσει όσα αδυνατούσα να καταλάβω.

– “Στα μάτια τα δικά σας, ο κόσμος αυτός είναι πνιγμένος στην αδικία”. Μου ψιθύρισε γλυκά.

– “Και στα δικά σου μάτια; Εσύ τι βλέπεις;”. Ψέλλισα.

– “Υπάρχουν πεταλούδες που ζούνε μόνο δέκα ώρες. Άλλες πεθαίνουν σε μια εβδομάδα. Και άλλες που θα αντέξουν ένα χρόνο”. Ένιωσα τον αέρα να ψάχνει τα σωστά λόγια.

– “Εσείς έχετε δεκάδες χρόνια, όμως και πάλι η πεταλούδα έχει ζήσει πιο γεμάτη ζωή από εσάς.”

Λόγια τόσο απλά και συγχρόνως τόσο αληθινά.

– “Τι θυμάσαι από το άτομο αυτό;”. Απόρησε ο άνεμος.

Η ζωή μου αποτελούταν από άπειρες στιγμές. Τρεις από αυτές πήδηξαν μέσα στο μυαλό μου.

– “Πάντα μου έλεγε μια συγκεκριμένη ιστορία. Ήμουν μωρό και έπαιζα στην αυλή”. Δάκρυσα και ένας κόμπος ήρθε στο λαιμό μου.

– “Και μετά; Μη σταματάς τώρα που ξεκίνησες.” Είπε γεμάτος απορία ο άνεμος.

– “Σηκώθηκε περπάτησε προς την έξοδο και είπε: “Εγώ, τώρα φεύγω!”. Εγώ πέταξα όλα μου τα παιχνίδια και έτρεξα να προλάβω. Αν έφευγε θα φεύγαμε μαζί. Και έτσι κάναμε, με πήρε από το χέρι και περπατήσαμε μαζί για ώρα. Πάντα χαμογελούσε και διακατεχόταν από περηφάνια όταν μου έλεγε την ιστορία αυτή”.

Ένιωσα το γλυκό πέπλο αέρα να με ζεσταίνει. Ο άνεμος είχε ζεσταθεί από την ιστορία μου και με έσφιγγε λίγο παραπάνω στην αγκαλιά του. Μοιραζόταν μαζί μου τόσο τη χαρά μου όσο και τον πόνο μου.

– “Θυμάμαι και άλλα δύο πράγματα”. Είπα και στο βλέμμα μου είχε σχεδιαστεί για πρώτη φορά μετά από καιρό ένα μικρό χαμόγελο.

– “Μη με κρατάς σε αγωνία”. Μου απάντησε ο γλυκός πλέον άνεμος.

– “Μου εκμυστηρεύτηκε ένα μυστικό. Κάποια μέρα που μιλούσαμε οι δυο μας. Μα συγγνώμη, δε μπορώ να στο πω. Θα το κρατήσω στην καρδιά μου για πάντα”.

– “Τώρα παίζεις άδικα. Ας μην το έλεγες καθόλου, θα σκάσω!”.

– “Συγγνώμη, μπορώ όμως να σου πω το τρίτο πράγμα που θυμάμαι!”.

– “Μη με κρατάς σε αγωνία, πες μου!”. Με παρακάλεσε με εμφανώς πιο δυνατή φωνή από πριν.

– “Βλέπεις καλέ μου άνεμε, μου έλεγε πάντα ένα ρητό. Ήθελε να σιγουρευτεί πως δε θα το ξεχνούσα. Πρέπει να ήταν ο κανόνας με τον οποίο ζούσε την ζωή του. Ένας κανόνας που πάλεψε και πιστεύω πέτυχε να τον ριζώσει στην καρδιά και το μυαλό μου”. Μια μικρή παύση. Ήθελα να σιγουρευτώ πως θα το έλεγα σωστά. «Μου έλεγε, Όλων τη γνώμη άκου, μα από τη δικιά σου μη φεύγεις!”.

– “Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό;”. Απόρησε ο άνεμος.

– “Σημαίνει, πως πρέπει να είμαι ανοιχτόμυαλος. Να δέχομαι όλες τις απόψεις. Μα να μην αλλάζω τη δικιά μου επειδή ίσως κάποιος θεωρεί τον εαυτό του αυθεντία στο θέμα. Αντιθέτως, αφού ακούω όλες τις οπτικές και τα επιχειρήματα, να τα ζυγίσω στο μυαλό μου. Αφού τα ζυγίσω, να επιλέξω αυτό που θεωρώ εγώ σωστό. Όχι, ότι μου προστάζουν οι άλλοι σαν σωστό”.

Ο άνεμος με αγκάλιασε πιο σφιχτά.

– “Ήταν σοφός άνθρωπος”. Είπε ο κάποτε παλιός μου εχθρός και πλέον φίλος αγαπημένος.

– “Ήταν! Και είναι, καθώς ζει μέσα μου. Μέσα στη σοφία που μου πέρασε. Για πρώτη φορά μετά από καιρό τον νιώθω μέσα μου”.

– “Κατάλαβες γιατί δε σου απαντάει ο ουρανός; Κατάλαβες γιατί ο θεός δεν κάνει μια εξαίρεση ώστε να πεις το σ’ αγαπώ;”.

Τα μάτια μου πλημμύρισαν με δάκρυα. Αυτήν τη φορά όμως ήταν δάκρυα χαράς.

– “Ήξερε πόσο τον αγαπούσες! Και ξέρεις πόσο σε αγαπούσε!” Η αγκαλιά του πιο σφιχτή από ποτέ. Και συνέχισε: “Όσο ζει μέσα σου, πώς μπορείς να πεις πως έφυγε; Απλά πρέπει να βρεις νέο τρόπο να του μιλάς. Μέσα από τις σκέψεις και τις αναμνήσεις σου. Εκεί ζει και θα ζει μέχρι να τον ξανασυναντήσεις εκεί ψηλά”.

Σκούπισα με το μανίκι μου τα δακρυσμένα μάτια μου.

– “Έχεις δίκιο! Θα ζήσω, θα μαζέψω ιστορίες και μια μέρα θα τον συναντήσω ξανά. Όμως αυτήν τη φορά εγώ θα λέω τις ιστορίες. Και όταν τα έχουμε πει όλα, θα τον ρωτήσω: “Σε έκανα περήφανο;”. Και πιστεύω, μάλλον είμαι σίγουρος, πως θα πει ναι!»

Γιώργος Χατζηκυριάκου

About Γιώργος Χατζηκυριάκου

Μπορεί επίσης να σας αρέσει