Γενέθλια

Και οι μέρες πέρασαν καθώς διαδέχονταν η μία την άλλη. Επαναλαμβανόμενες ημέρες με διαφορετικό περιεχόμενο η κάθε μία. «Από τα 30 και μετά ο χρόνος θα κυλάει σαν νερό» της είχε πει η μανούλα της θυμάται. Κι έτσι έγινε. Πραγματικά! Να πάρει. Και τα 30 χρόνια της έγιναν 40 και τα 40 έγιναν 50. Μία ανάσα. Αυτή ήταν η αίσθηση που είχε. Εισπνοή και στην εκπνοή είχε φτάσει ήδη στο πολύ μετά. Τόσες εικόνες, τόσα καρέ της ζωής της, τόσα συναισθήματα, τόσοι άνθρωποι, τόσες χώρες, τόσοι ουρανοί… Όλα συμπυκνωμένα μέσα σε μια αναπνοή.

Ήταν τα γενέθλια της εκείνη την ημέρα. Έκλεινε τα 50 της χρόνια. Το ιδανικό για αυτήν ήταν να τα περάσει μόνη της δίπλα στη θάλασσα. Μέσα στη θάλασσα. Ήθελε να νιώθει εκείνη την ημέρα την αρχέγονη ενέργειά της. Να μυρίσει τους αιώνες. Ούτε τούρτες, ούτε συναθροίσεις, ούτε τίποτα. Δεν ήθελε να ακούσει αυτό το τόσο συνηθισμένο «χρόνια πολλά». Την πλήγωνε. Γι’ αυτήν ποτέ τα χρόνια δεν ήταν, ούτε θα γίνονταν πολλά. Ποτέ δεν θα ήταν ούτε και αρκετά.

Τελικά έμεινε στο σπίτι. Έκλεισε τηλέφωνα, τα πάντα με τα οποία θα μπορούσε να έρθει σ’ επαφή με τον έξω κόσμο. «Μόνη να ‘μαι κι ό,τι να ‘ναι» σκέφτηκε. «Δεν πειράζει». Βγήκε για λίγο στο μπαλκόνι της, αφουγκράστηκε τον αέρα. Φυσούσε ελαφρά. Αγκάλιασε τα μπράτσα της με τα χέρια της. Κατεβάζοντάς τα χωρίς να το θέλει έπεσε η ματιά της σ’ αυτά. Ρυτιδούλες λεπτές και πολλές διαγράφονταν επάνω τους. «Μεγάλωσες κοριτσάκι μου. Μεγαλώνεις.» Μονολόγησε σιγανά, σχεδόν από μέσα της, για να μην την ακούσουν οι γείτονες από το διπλανό μπαλκόνι.

Μπήκε ξανά μέσα. Άνοιξε την τηλεόραση και έκλεισε τα μάτια. Παρέλασαν μπροστά της όλοι οι άνθρωποι της ζωής της. Φίλοι, συγγενείς, οικογένεια, γνωστοί, άγνωστοι που είχε συναντήσει. Άλλους τους θυμόταν με πίκρα, άλλους με χαρά, άλλους αδιάφορα. Πόσο μοναδικοί όλοι τους! Όλα έχουν ένα νόημα τελικά. Και αυτά που κάνουμε και αυτά που δεν κάνουμε. Και οι άνθρωποι που συναντούμε και αυτοί που όχι. Και η μοναξιά έχει νόημα…

Άνοιξε για λίγο τα μάτια και τα ξαναέκλεισε. Τη νανούρισε η τηλεόραση. Έγειρε κι ακούμπησε στο μαξιλάρι του καναπέ. Κοιμήθηκε. Χάθηκε μέσα στα όνειρα της. Λήθαργος… Ξύπνησε την επομένη. Πολύ πρωί. Έστρεψε το πρόσωπο της προς την μπαλκονόπορτα. Βγήκε έξω. Ήταν συννεφιασμένη αλλά γεμάτη φως η ημέρα. Δροσερή. Η πρωινή ησυχία την έκανε να αισθανθεί ευφορία. «Σήμερα δεν είναι πια τα γενέθλια μου αλλά θέλω να γιορτάσω» μονολόγησε. Θα γιορτάσω όχι το «χρόνια πολλά», όχι, θα γιορτάσω το «η ζωή συνεχίζεται. Καλημέρα!». Άνοιξε το τηλέφωνό της χαμογελώντας.

(H ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας)

Ζωή Δελιακίδου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *