Οι άνθρωποι με τα γελαστά μάτια, οι άνθρωποι με τα θλιμμένα μάτια, οι άνθρωποι στ’ αλήθεια

Υπάρχει μία φράση που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε όταν σε μία μπερδεμένη κατάσταση κάτι γίνεται και κάποιος αποκαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό. Τότε λέμε πως «έπεσαν οι μάσκες».

Η μάσκα: ουσιαστικό γένους θηλυκού, που προέρχεται από το γαλλικό masquer και σημαίνει την προσωπίδα. Η ετυμολογική της προέλευση και η μέχρι πρότινος χρήση της ως λέξη στην καθομιλουμένη συνδέεται με τις Απόκριες, τις μεταμφιέσεις , τα μπαλ μασκέ και συνεκδοχικά με την υποκρισία και τη διπροσωπία. Γι’ αυτό, όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους ψεύτικους που κάποια στιγμή κάτι γίνεται και τους καταλαβαίνουμε λέμε ότι «έπεσαν οι μάσκες».

Και να που τώρα φτάσαμε στο 2020 σε μια καθημερινότητα που όλοι μας κυκλοφορούμε με μία μάσκα : ιατρική, ή ομοιάζουσα με ιατρική. Οι ιδιότητες της και η χρήση της έχουν ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις. Όλοι όμως πια κυκλοφορούμε με μία μάσκα. Κυκλοφορούμε και το πρόσωπό μας δε φαίνεται, παρά μόνο τα μάτια. Θαρρούμε πως κρυβόμαστε, πως δε θα μας καταλάβουν οι άλλοι..

Είναι γιατί το πρόσωπο είναι το σημείο εκείνο της εικόνας που μας προσδιορίζει τόσο κυριαρχικά, ώστε λησμονούμε ότι οι περισσότεροι γινόμαστε αντιληπτοί κι από το σώμα μας, την κίνησή μας, το στυλ μας. Φοράμε τη μάσκα και νομίζουμε ότι μπορούμε να κάνουμε όποια γκριμάτσα και μορφασμό θέλουμε. Φοράμε τη μάσκα και νομίζουμε ότι δε φαίνεται αν γελάμε, ή αν είμαστε κατσουφιασμένοι. Και τελικά… φτάσαμε να φοράμε τη μάσκα για να βλέπουμε τα πρόσωπα στ’ αλήθεια.

Η μάσκα αφήνει ακάλυπτα τα μάτια, τον καθρέπτη της ψυχής, που αντανακλά όσα μέσα μας φωλιάζουν, όσα μέσα μας φυλακίζουμε, όσα θέλουν να αποδράσουν ή έχουν εκεί βρει τη βολή τους. Τα μάτια δε λένε ψέματα. Υπάρχουν άνθρωποι με χαμογελαστά μάτια. Διακρίνεις πάνω από τη μάσκα τις όμορφες ρυτίδες, το πόδι της χήνας που σχηματίζεται στα μάτια τους… είναι που γελάνε κάτω από τη μάσκα. Υπάρχουν άνθρωποι με μάτια θλιμμένα,  υγρά. Όσο και να προσπαθούν να το κρύψουν, θα τους καταλάβεις.
Άλλοτε κοιτάζουν ακαθόριστα,  χωρίς να εστιάζουν κάπου, μήπως τυχόν και το βλέμμα τους συναντήσει κάποιο άλλο και η γυμνή αλήθεια τους αισθανθεί ντροπιασμένη.

Άλλοτε πάλι, το βλέμμα τους ξεστρατίζει, όπως και το μυαλό τους,  στην αίτια της θλίψης τους, στις μνήμες του παρελθόντος. Υπάρχουν μάτια φοβισμένα,  το βλέμμα χαμηλωμένο,  το κεφάλι επίσης. Άλλοι φορούν μάτια αγχωμένα με βλέμματα βιαστικά. Κάποια μάτια χαμογελούν σαρδόνια, κουβαλάνε βλέμματα γεμάτα έπαρση, βλέμματα λαμπερά από σιγουριά. Κι είναι και’ κεινα τα μάτια τα γεμάτα έρωτα και αγάπη.
Στη λάμψη τους θα δεις τον πόθο να φουντώνει, στο σκοτάδι τους τον καημό να καταρρακώνει.
Αλήθεια,  τι ειρωνεία που έπρεπε να βάλουμε μάσκες για να δούμε τους ανθρώπους στ’ αλήθεια;;;

Ανθή Γεώργα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *