Ζωή απ΄ το παράθυρο

 

Μαύρα χρώματα και γκρι αποχρώσεις, μιας ατμόσφαιρας σχεδόν α-συναισθηματικής.

Όλο το μαύρο καταλάγιαζε, μόλις άνοιγε το παράθυρο. Εκείνος ο φρέσκος, δροσερός αέρας, ήταν το πρώτο πράγμα που την ανακούφιζε, μέσα στην ησυχία του πρωινού. Ήταν μια παρηγοριά.

Λίγα πράγματα την παρηγορούσαν πια. Κι αυτό το αεράκι σαν να είχε πρόσωπο, ένιωθε ότι την καταλάβαινε.

Εκείνο το παράθυρο, η διαφυγή της. Η θέα του βουνού κι η απίστευτη ηρεμία της γέμιζαν την ψυχή.

Σπίτι μεγάλο, ζωή σχετικά στρωτή, αλλά όσο μεγάλωνε, δεν της έδινε πλέον χαρά, ούτε το μεγάλο σπίτι, ούτε τα υλικά αγαθά. Σπίτι κλειστό.

Άλλα ήθελε η ψυχή της, για άλλα κραύγαζε σιωπηλά.

Όσες φορές μοιράστηκε αυτό που ένιωθε, το λιγότερο που εισέπραξε ήταν περίεργα βλέμματα και προβληματισμό.

Μα, πώς μπορεί να γίνει “φίλος” ένα παράθυρο; Ένα άψυχο πράγμα, ένα τζάμι;

Και πώς να εξηγήσει ότι ακουμπισμένη πάνω στο τζάμι, εκείνη ανέπνεε, ζούσε ταξίδια του μυαλού, ονειρευόταν, έστω τα λίγα λεπτά που της επέτρεπε ο χρόνος μιας ανούσιας καθημερινότητας.

Είτε με βροχή, είτε με αέρα, πιστή στη δική της στιγμή. Κι ας ήταν στιγμή λίγων λεπτών μέσα στη μέρα, όμως, απόλυτα δική της στιγμή.

Εύη Μαυρογιάννη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *