Μια βόλτα στο παλιό καμπαναριό
Το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού στεκόταν πάντοτε αγέρωχο. Από μικρό παιδί αισθανόμουν ένα ανεξήγητο δέος κάθε φορά που το συναντούσα στο διάβα μου. Η σκιά του απλωνόταν πάνω μου, με περιτριγύριζε, ώσπου τελικά κατόρθωνε να με παγιδέψει στους διαδρόμους των πιο ενδόμυχων σκέψεών μου. Πάνω του αντίκριζα με πόνο ψυχής τα λάθη και τις ατέλειές μου. Σαν να μου έγνεφε ότι μέχρις εκεί δύναται να σκαρφαλώσει το βλέμμα και ο ανόητος νους μου. Παραπάνω είναι ο Μεγαλοδύναμος… Στον κρότο του κόβονταν τα γόνατά μου, πάγωνα και το παρατηρούσα με αυτό το απλανές βλέμμα της αβεβαιότητας για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.
Ναι, για εμένα ήταν κρότος ο ήχος που στα αυτιά των συγχωριανών έμοιαζε μελωδικός και απαλός σαν στοργικό χάδι μητέρας. Για εκείνους ήταν ήχος κατάνυξης, ήχος υπενθύμισης της καθιερωμένης συνάντησης με το Θεό. Το ζήλευα για τη μεγαλοπρέπεια που εξέπεμπε. Στεκόταν εκεί, καταμεσής της ερημιάς, άγρυπνος φρουρός, παρατηρητής, κριτής και συγχωρός του πιο αθώου περιστεριού αλλά και του πιο αδίστακτου δολοφόνου.
Το χαλικοστρωμένο δρομάκι προς το καμπαναριό ήταν όμοιο με το μονοπάτι προς τη λύτρωση, δύσβατο και ατελείωτο. Ο αγούλιαρας, η γαλατσίδα, η καβαλλαριά και η λαβατέρα που συναντούσε κανείς κατά την άνοδο προς την εκκλησία, αναμοχλεύονταν με τα σκόρπια λιθαράκια κάθε φορά που ο βοριάς διέσχιζε την περιοχή. Ένα πεύκο έχυνε το ρετσίνι του και ο αγέρας μοσχοβολούσε. Σαν έπεφτε το σούρουπο και το ολόγιομο φεγγάρι διαδεχόταν τον Ήλιο Ηλιάτορα του Οδυσσέα, η ερημιά που ρήμαζε ανελέητα τον τόπο, άξαφνα τον μετέτρεπε σε χώρο λιτανείας νεκρών ψυχών. Το καμπαναριό σαν ανήσυχο πνεύμα που προκαλούσε μακάβριες σκέψεις, πλησίαζε θαρρείς το Θεό. Η φύσις όλη συνωμοτούσε και αναζητούσε το θάνατο ανάμεσα στις αργοκίνητες νυχτερίδες που έψαχναν φωλιά για να κουρνιάσουν.
Εκεί στην καταχνιά, μέσα στην αγκαλιά του μοναδικού πεύκου, με συντροφιά τον ωκεανό των σκέψεών μου, αναγνωρίζω το δίκιο που είχε ο Καμύ όταν περπατώντας στην Τζεμιλά, λογάριαζε το ενδεχόμενο δημιουργίας συνειδητών θανάτων. Και αυτό γιατί ορμώμενη από τη ζήλια μου για μια πολυπόθητη πραγματικότητα που πρόκειται να χαθεί οριστικά, αποφεύγω να σεργιανίζω στο λιμάνι του θανάτου. Η ανεμελιά και η απερισκεψία της νιότης εμποδίζουν σαν συμπληγάδες τα ρινίσματα κάθε σκέψης σχετικής με το θάνατο. Με βαυκαλίζουν με μία εμφατική φράση: «Αργούν αυτά, μη σε απασχολεί». Οι άνθρωποι ωστόσο πεθαίνουν παρά τη θέλησή τους. Τους λέμε: «Όταν θα γίνεις καλά…» και πεθαίνουν. Εγώ όμως θέλω να διατηρήσω το πνεύμα μου διαυγές μέχρι το τέλος, να αντικρίσω το ξεχείλισμα της ζήλιας και της φρίκης μου, διότι γνωρίζω καλά ότι η απέχθειά μου προς το θάνατο προέρχεται από το φθόνο μου για τη ζωή.
Το λυπητερό τραγούδι των λόφων σφηνώνει βαθιά στην ψυχή μου ένα πικρό αγκάθι. Τα φωτάκια των γύρω χωριών ανάβουν σιγά, σιγά και οι πενιχρές ιδέες μου για το θάνατο παρασύρονται μαζί με ένα απαλό αεράκι και με εγκαταλείπουν. Στον απόηχο της κραυγής μου σκέφτομαι ότι τελικά στη ζωή ό,τι αξίζει είναι οι στιγμές.
Ελένη Μυστακίδη