Μια μέρα

Είναι καλός και στοργικός πατέρας ο Μάνος, αλλά σπάνια βρίσκει χρόνο για να κάνει παρέα με τα παιδιά του. Δουλεύει στην οικοδομή και του απορροφάει πολύ χρόνο, αλλά και να απομείνει ελάχιστος, τον διαθέτει για τις δουλειές στο κτήμα. Τα παιδιά του θέλουν να βρίσκονται περισσότερο κοντά του. Είναι αλήθεια ότι και ο ίδιος σκεφτόταν ότι δεν τα βλέπει αρκετά, και πράγματι είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία οικογενειακή εξόρμηση.

Άρχισε λοιπόν να τακτοποιεί τις δουλειές που ήταν αναγκαίες για να μπορέσει να περάσει ένα ολόκληρο απόγευμα με την οικογένεια. Το ανακοίνωσε και στην γυναίκα του ενώ στα παιδιά δεν είπε τίποτα για να τους κάνει έκπληξη. Οι γιοί του ήταν: οκτώ και κάτι ο Αλέξανδρος, σχεδόν επτά ο Αντρέας και η κόρη του, η Δανάη τριών. Αφού επιστράτευσε και έναν Αλβανό για βοήθεια, επιτέλους, κατάφερε να είναι ελεύθερος την Πέμπτη, όπως ακριβώς το είχε προγραμματίσει .

Συμφωνήσαν όλοι πρώτα να πάνε στο πολυκατάστημα με τα παιχνίδια, αργότερα για παγωτά και επιτέλους ξεκίνησαν. Με τις συζητήσεις, τα γέλια και τα σχέδια, έφτασαν μπροστά από το κατάστημα των παιχνιδιών. Εκεί έπρεπε να χωριστούν. Η μαμά πήγε με τον Αλέξανδρο για ένα σακίδιο για το σχολείο και ο πατέρας με τον Αντρέα και τη Δανάη για παιχνίδια. Έδωσαν ραντεβού να βρεθούν σε τριάντα λεπτά στα ταμεία. Ακολούθησαν τις μεγάλες επιγραφές που κρέμονταν από την οροφή και που έδειχναν διαφορετικές κατευθύνσεις για τα σχολικά και για τα παιχνίδια.

Ο Μάνος πήρε από το ένα χέρι τον Αντρέα και από το άλλο τη Δανάη και προχώρησε γρήγορα προς το εσωτερικό. Είπε στη Δανάη να πάνε να πάρουν πρώτα ένα ελικόπτερο για τον Αντρέα και μετά να γυρίσουν στο τμήμα των κοριτσιών. Η Δανάη συμφώνησε και την πήρε στην αγκαλιά του γιατί σταματούσε σε ό,τι έβλεπε μπροστά της. Αφού περπάτησαν λιγάκι έφτασαν και στα ελικόπτερα. Ο Αντρέας ήθελε ένα από αυτά με το σήμα στην πόρτα. Συγκεκριμένα εκείνο το στρατιωτικό με το κόκκινο σήμα. Ο Μάνος για να μπορέσει να πιάσει το ελικόπτερο άφησε τη Δανάη κάτω και κάνοντας μανούβρες για να μη ρίξει τα παιχνίδια προσπαθούσε να το φτάσει. Με πολλή προσοχή τελικά το κατέβασε και το έδωσε στον Αντρέα και τότε είδε ότι έλειπε η Δανάη.

Το κοριτσάκι δεν φαινόταν πουθενά. Ο Μάνος ένιωσε το αίμα του να παγώνει και την καρδιά του να τραντάζεται από δυνατούς παλμούς. Άρπαξε τον Αντρέα στην αγκαλιά του και άρχισε να τρέχει προς το ταμείο για να ζητήσει να κλείσουν τις πόρτες. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, αλλά γι’ αυτόν φαινόταν αιώνας. Έτρεχε συμπαρασύροντας ό,τι ήταν στον δρόμο του. Η αναπνοή του ολοένα και έσβηνε, σε λίγο θα κατέρρεε. Έφτασε επιτέλους στα ταμεία και πριν προλάβει να φωνάξει «κλείστε τις πόρτες», είδε τη γυναίκα του με τη Δανάη στην αγκαλιά της και τον Αλέξανδρο δίπλα. Η καλή τους τύχη είχε εμφανιστεί στο πρόσωπο μιας έξυπνης και τίμιας κύριας, η οποία κατάλαβε ότι το παιδί είχε χαθεί. Αυτή πήρε το παιδάκι και το πήγε στα ταμεία για να αναζητήσουν τους δικούς της. Η μητέρα με τον αδελφό της είχαν φτάσει νωρίτερα και πλήρωναν για το σακίδιο τη στιγμή που η άγνωστη κυρία έφερε την Δανάη.

Ο πατέρας ήταν κάτωχρος και ξέπνοος σαν πεθαμένος. Ποτέ δε θυμόταν να έχει φοβηθεί τόσο. Έσκυψε και άφησε το γιο του στο πάτωμα και άπλωσε τα χέρια του που έτρεμαν για να πάρει την κόρη του. Δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Το κοριτσάκι του ήταν εκεί και ο Μάνος έκλαιγε και το έσφιγγε στην αγκαλιά του. Η μέρα ξαναέγινε όμορφη!

Παρασκευή Φωτοπούλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *