Το σαλέ

Εδώ και χρόνια τώρα υφαίνει σαν την αράχνη τον ιστό της. Στήνει παγίδες και κεντάει στο φουστάνι της επάνω τις καλυμμένες μοναξιές της.
 
Σ’ ένα σαλέ από κεχριμπάρι περνάει τους αγαπητικούς της, κερνάει ζάχαρη και μέλι, σιρόπια και μυρωδικά, η ίδια μυρίζει καραμέλα, τους σαγηνεύει, τους μαγεύει και τους γελάει υστερικά.
 
Τρίζει τα δόντια από ηδονή και μονολογεί ένα τραγούδι: «Ένα – δύο τα πιόνια πώς περνούν; Τα χρόνια πώς περνούν; Κεντάω τη μοίρα μου με έρωτες και αρώματα. Ήταν συνήθεια από μικρή να είμαι στα πατώματα. Στο σώμα μου άντρες κι αγόρια όλοι μοιραίοι και φευγαλέοι. Αξίζουν για λίγο την προσοχή μου, κανέναν τους δε θέλω όμως μαζί μου». 
 
Τις νύχτες αν και χορτασμένη από έρωτα και ηδονές κλαίει στο μαξιλάρι της. Λιγωμένη από γεύσεις και ευωδιές συρρικνώνεται, γίνεται τόση δα μικρή και εξαφανίζεται φιλώντας το προσκυνητάρι της. 
 
Τα κενά της άδεια δωμάτια, ποτέ δεν γεμίζουνε ό,τι κι αν κάνει. Οι μοναξιές της μόνιμα μένουνε κεντημένες πάνω σ’ εκείνο το φουστάνι. 
 
Ξήλωνε εραστές, κεντούσε μοναξιές για χρόνια. Ήξερε πως τα βράδια πάντα μόνοι μένουμε, με όποιον κι αν πλαγιάζουμε κάτω από τα σεντόνια.
 
Εύα Κοτσίκου, Ιωάννης Χρυσόστομος Παπουδάρης 
 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *