Μοίρασμα
Η Ελευθερία και ο Κώστας γνώριζαν τα κοινά τους σημεία αλλά και εκείνα στα οποία διέφεραν. Αποφάσισαν και παντρεύτηκαν με την πρόθεση να παραχωρήσουν μέρος των κεκτημένων τους και να ζήσουν όμορφα και αρμονικά. Αφού είχαν συμπληρώσει ήδη ένα χρόνο σαν σύζυγοι και είχαν καταφέρει να τα πάνε καλά, ακούστηκαν οι πρώτες ειδήσεις για τον ιό. Οι εξελίξεις ήταν απρόβλεπτα ραγδαίες. Μόλις μετά από τρεις μήνες έκλεισαν οι δουλειές τους και κλείστηκαν στο σπίτι τους. Τα νέα μέτρα της πολιτείας ανάγκαζαν σε περιορισμό σχεδόν όλο τον κόσμο, προκείμενου να περιοριστεί η πανδημία. Το ζευγάρι δεν είχε να αντιμετωπίσει κανένα οικονομικό πρόβλημα, τα αποταμιευμένα χρήματα τούς τους κάλυπταν. Το θέμα που πρόεκυψε και τους ξάφνιασε ήταν η έντονη ψυχική απόσταση ανάμεσα τους. Η νέα κατάσταση, είχε λειτουργήσει σαν μια τραβηγμένη κουρτίνα που τους ανάγκαζε να δουν άγνωστες και δυσάρεστες πτυχές, της προσωπικότητας τους.
Ο Κώστας έβλεπε απέναντι του μια υστερική γυναίκα που επαναλάμβανε συνεχώς τα ίδια. Είχε ακούσει άπειρες φορές τα παράπονα της γυναίκας του. «Εγώ μαγειρεύω, εγώ καθαρίζω, εγώ απλώνω ρούχα, εσύ όλη μέρα κάθεσαι». Λες και αυτές οι δουλειές δεν ήταν έτσι κι αλλιώς στα δικά της καθήκοντα, λες και αυτός είχε παντρευτεί για να μάθει να φτιάχνει σουφλέ και για να πετύχει το λευκότερο λευκό στο πλύσιμο των ρούχων. Δεν καταλάβαινε τι περίμενε από αυτόν γιατί έπρεπε να την προσέξει όταν αυτή τηγάνιζε ψάρια. Τι είδους παρέα να της κάνει ενώ αυτή σκουπίζει και γιατί του κοπανάει όλη την ώρα ότι είναι αδιάφορος. Η γυναίκα του από την άλλη έβλεπε έναν άντρα που δε σήκωνε για κανέναν λόγο το κεφάλι του από το tablet. Αυτός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να ομορφύνει την καθημερινότητα τους, να πάρει έστω μια πετσέτα και να κάνει πως σκουπίζει ένα ποτήρι. Να σηκωθεί από το ρημάδι τον καναπέ και να της κάνει παρέα στο μαγείρεμα, να μιλήσουν για λίγο και να διαλέξουν ένα κρασί για να πιουν. Περίμενε για παράδειγμα, όταν αυτή μαγείρευε, να τον δει ακουμπισμένο στον πάγκο της κουζίνας να της λέει ένα αστείο, έτσι, για να γελάσουν μαζί.
Οι δυο τους κατέληξαν χωρίς καμιά εξήγηση, προφανώς για να αποφύγουν τους καυγάδες, να μένουν σιωπηλοί και κλεισμένοι στον εαυτό τους. Αυτό που αντιμετώπιζαν δεν το γνώριζαν. Ότι ήξεραν στην αρχή για τη ζωή και για τα προβλήματα της συμβίωσης δεν είχε σχέση με αυτό που λεγόταν καραντίνα. Η Ελευθερία σαν γυναίκα ήταν διαισθητική και ευαίσθητη και σκεφτόταν συνεχώς όσα διαδραματίζονταν μεταξύ τους. Αυτή καταλάβαινε ότι η στέρηση της ελευθερίας επιβάλλει διαφορετικούς χειρισμούς και πρέπει να διατηρήσεις την ανθρωπιά σου και να δεις βαθύτερα μέσα σου. Παντού και πάντα υπάρχει η αφορμή για να κάνεις κάτι καλύτερα. Έψαχνε να βρει τον τρόπο να του εξηγήσει πως δεν χρειαζόταν να επιλέγει την δυστυχία.
Η αλήθεια είναι ότι την ψυχή μας δεν μπορεί να την υποδουλώσει κανείς, πρέπει να προσπαθούμε να διατηρήσουμε το όραμα ενός καλύτερου κόσμου. Αναρωτιόταν αν θα καταφέρει να τον κάνει να δει αυτές τις αλήθειες που θα κάνουν τη ζωή τους ομορφότερη. Αυτός ήταν ο στόχος εξ’ αρχής: το μοίρασμα στα εύκολα και στα δύσκολα. Και ο εγκλεισμός, είναι από τα πιο δύσκολα.
Παρασκευή Φωτοπούλου