Μια ευκαιρία
I: Ποτέ δε μου άρεσαν τα Χριστούγεννα. Δεν έβρισκα νόημα σε όλη αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα, τα λαμπιόνια και τις γιρλάντες, από τη στιγμή που οι άνθρωποι ήταν ως επί το πλείστον ψεύτικοι. Τα τελευταία χρόνια ζούσα στην πόλη μόνη μου. Στο χωριό δε γύριζα για τις γιορτές. Το πήραν απόφαση και οι δικοί μου και δεν επέμεναν να παρευρίσκομαι στο τραπέζι. Τους έβλεπα μια βδομάδα το καλοκαίρι και αυτό ήταν. Με είχαν πληγώσει, τους είχα κάνει το ίδιο. Η σχέση μας είχε γίνει τυπική και παρέμεινε τέτοια για χρόνια.
Φίλες δεν είχα και αυτές που άφησα πίσω, δε φρόντισα να κρατήσω κάποια επαφή μαζί τους. Δε μου έλειπαν. Από το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, το βράδυ ξάπλα στον καναπέ, κουβέρτα και τηλεόραση. Δεν είχα θέμα. Απολάμβανα την παρέα του εαυτού μου. Τα είχαμε βρει κατά κάποιο τρόπο, μετά από τόσα χρόνια σχέσης. Μόνο εμένα εμπιστευόμουν άλλωστε.
Την ημέρα των Χριστουγέννων ξύπνησα κατά το μεσημέρι. Με ξύπνησαν δηλαδή κάποια χτυπήματα στην πόρτα. Είχα σκοπό να τη βγάλω στο κρεβάτι και ξενέρωσα που έπρεπε, έστω από περιέργεια, να σηκωθώ. Άνοιξα διστακτικά και ανόρεχτα την πόρτα. Έκπληκτη αντίκρισα απέναντί μου την κύρια Φανή, χήρα διευθυντού μέσης εκπαίδευσης και άκληρη, που έμενε στον κάτω όροφο. Ήταν η μόνη που με καλημέριζε τα πρωινά από την πολυκατοικία, καθώς καθότανε πάντοτε στο σαλονάκι της και έπλεκε με την πόρτα ανοιχτή. Φορούσε ένα καλό βελούδινο φουστάνι και κρατούσε στο ένα χέρι ένα πιάτο φαΐ, και μου το έδωσε. «Χρόνια πολλά» μου είπε και με αγκάλιασε. Έμεινα να την κοιτώ να απομακρύνεται ακουμπώντας στο ξύλινο μπαστούνι της. Το ίδιο βράδυ της χτύπησα εγώ την πόρτα. Είχα κατεβάσει στο λάπτοπ μια ταινία και είχα αγοράσει μερικά γλυκά. «Δε βαριέσαι», είχα πει στον εαυτό μου, «Ας κάνω μια εξαίρεση απόψε», μέρα που είναι. Η κυρία Φανή εκείνο το βράδυ, μου χάιδεψε λίγο τα μαλλιά. Τόσο, όσο ακριβώς χρειαζόταν για να πιστέψω ξανά στα Χριστούγεννα και στους ανθρώπους.
Λ: Οι γιορτές των Χριστουγέννων, όπως και κάθε εορταστική περίοδος λειτουργούν σαν μεγεθυντικός φακός. Τα πάντα μοιάζουν να έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις από τις καθημερινές. Ας δούμε για λίγο την ηρωίδα μας. Έχει συνηθίσει, αποδεχτεί, αγαπήσει ή όποιο άλλο ρήμα θέλετε εσείς, τη μοναξιά της ή τη μοναχικότητά της. Μάλλον νομίζει ότι μπορεί να ζήσει μόνη. Αρκούσε ένα άγγιγμα και μια κίνηση στοργής για να πιστέψει ξανά στους ανθρώπους.
«Ο άνθρωπος είναι ον φύσει κοινωνικό και πολιτικό. Αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά από τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε θεός.» διατύπωσε κάποτε τη διαχρονική αλήθεια ο μέγας Σταγειρίτης, ο Αριστοτέλης. Θα συμπληρώσω ότι είναι ζόρικο και απάνθρωπο για τον ίδιο τον εαυτό μας, να ζούμε μόνοι μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Δε ζω σε σύννεφο. Υπάρχει μεγάλη κακία, ασχήμια και μίσος σε λόγια και πράξεις των ανθρώπων. Λογικό είναι κάποιος να χτίσει ένα θόλο γύρω του, απρόσβλητο από τους πάντες και τα πάντα.
Σε αυτόν όμως το θόλο κρύβεται και η μεγάλη παγίδα. Ναι. Προστατεύεται κάποιος από τις ασχήμιες των ανθρώπων. Στερείται όμως και το οξυγόνο της ανθρώπινης ζεστασιάς, αγάπης και καλοσύνης. Για κάθε πληγή που κουβαλάμε υπάρχει και ένα χέρι που μας βοήθησε, άγγιξε, στήριξε. Το μεγάλο ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε είναι το εξής: είμαστε διατεθειμένοι να χάσουμε τα προνόμια της ανθρώπινης επαφής και να παραμείνουμε στην ασφάλεια της μοναξιάς μας; Δε ρωτάω αν αντέχεται ή συνηθίζεται η μοναξιά. Όλα τα αντέχει και τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Ρωτάω αν αξίζει να χάσουμε τη δυνατότητα να νιώσουμε και να φερθούμε ανθρώπινα ο ένας στον άλλον.
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Υπάρχουν οι φόβοι, οι πόθοι και οι ελπίδες των ανθρώπων. Αυτές τις μέρες δώστε στον εαυτό σας και στους άλλους την ευκαιρία να έρθετε πιο κοντά. Να ανταλλάξετε μια χειρονομία, μια ευχή, να ζεσταθούν λιγάκι τα μέσα μας. Είναι μια μικρή φωτιά στους παγερούς καιρούς. Αρκεί όμως να βγάλουμε τη νύχτα με ανθρωπιά και μια στάλα αγάπης. Να περάσετε όμορφα στις γιορτές με αυτούς που αγαπάτε!
Εφημερίδα: Αλήθεια
Ιωάννα Πιτσιλλή, Λουκάς Αναγνωστόπουλος