Το Κύκνειο άσμα
Είναι αρχές Απρίλη και έχει υγρασία. Τριγυρνάμε στην Αθήνα. Βολτάρουμε Σύνταγμα, χωνόμαστε Βουλής.Τα χαμόγελά μας δεν καλύπτονται από μάσκες. Τα χαμόγελά μας είναι αληθινά. Έχει κόσμο, μα δε χρειάζεται να κρατάμε αποστάσεις. Στριμωχνόμαστε στο χαμό και διαβάζουμε μηνύματα σε τοίχους. «Βασανίζομαι», «Θα’μαι εδώ», «Η τέχνη του δρόμου ζει».
Έχω τελειώσει με όλα μου τα σκοτάδια. Έχεις γιατρέψει όλες σου τις πληγές. Παίρνουμε καλαμπόκι και το τρώμε και μας φαίνεται αστείο. Καταλήγουμε Βορέου, στο αγαπημένο μας καφέ. Εκεί που ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί τότε. Καθόμαστε δύο, τρεις, πέντε ώρες και ανταλλάζουμε πάλι το πρώτο μας φιλί και μιλάμε και γελάμε.
Ο ήλιος δύει πάνω από τα παλιά κτίρια και σχηματίζει ροζ λωρίδες στον Αθηναϊκό ουρανό. Επιστρέφουμε με τα πόδια στο σπίτι, στις ζωές, στις δεύτερες ευκαιρίες μας που μας περιμένουν καρτερικά πίσω από την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Πλησιάζει Ανάσταση. Τα πάθη μου εξαφανίστηκαν στου χρόνου το στερέωμα κι εγώ γράφω, επιτέλους, το Κύκνειο άσμα μου.
Εύα Κοτσίκου