Μια ζωή γεμάτη πόνο

Ήταν καθισμένη στο παγκάκι του πάρκου. Είχε τα μάτια της κλειστά, σκυφτό το κεφάλι. Σιγοτραγουδούσε τους στίχους της αγαπημένης της μελωδίας. Τα παιδιά έτρεχαν ανέμελα στη παιδική χαρά. Φώναζαν. Γελούσαν. Ένα έκλαιγε στις κούνιες γιατί φοβήθηκε όταν ανέβηκαν πολύ ψηλά στα σύννεφα. Η μητέρα του το πήρε αγκαλιά και με ένα νανούρισμα γλυκό και τρυφερό, προσπαθούσε να το ηρεμήσει.

Ήταν καθισμένη στο παγκάκι του πάρκου. Κανείς δε τη πλησίαζε. Όλοι φοβόντουσαν να πάνε κοντά της. Τα χρόνια άλλωστε είναι αποκρουστικά για τον άνθρωπο. Κι εκείνη είχε περάσει ήδη περισσότερα καλοκαίρια από όσα ήξεραν να μετράνε τα παιδιά αυτά. Οι ρυτίδες που χαράκωναν το πρόσωπό της, προσπαθούσαν να πουν την ιστορία της. Μα τα μάτια του κόσμου δεν ήξεραν να διαβάζουν τέτοια γράμματα κι έτσι παρέμενε ένα άλυτο μυστήριο ολάκερη η ύπαρξή της.

Έκλαιγε. Ολομόναχη ήταν. Τι κι αν είχε άνδρα και παιδιά, εγγόνια και κατοικίδια. Κανείς δεν έβλεπε τη θλίψη στα μάτια της. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τον κόσμο της. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε θα αποκάλυπτε τα μυστικά της. Δεν θα το άντεχαν οι άνθρωποι να μάθουν για τον πόνο της. Όμως εκεί καθισμένη, σε αυτό το παγκάκι, δεν άντεξε η ψυχούλα της και πλημμύρισε τα μάτια της με δάκρυα. Δάκρυα μιας ζωής απρόβλεπτης, μοναχικής κι άδειας. Δάκρυα ανίκανα να πνίξουν τον πόνο μα απολύτως ικανά να βυθίσουν εκείνη…
Θυμήθηκε τα χρόνια που έπαιζε κι εκείνη στις πλατείες, στα πάρκα, στη γειτονιά. Νοστάλγησε τη γεύση από παγωτό καϊμάκι και τη σπιτική βυσσινάδα της γιαγιάς της. Γύρισε πίσω στην εποχή που μάλωνε με τους φίλους της το απόγευμα και το βράδυ όλοι μαζί αγκαλιασμένοι έκαναν ευχές στα αστέρια. Τότε που η χειρότερη μέρα της, ήταν εκείνη που το φαγητό στο σπίτι περιείχε αυτά τα απαίσια λαχανικά κι όχι τα αγαπημένα της μακαρόνια με κιμά. Κάποτε που ήταν κι εκείνη παιδί.

Θυμήθηκε την εφηβεία της και τον πρώτο της έρωτα. Τα σκασιαρχεία από το σχολείο και την αγωνία να μην την ανακαλύψουν οι γονείς της. Το πρώτο της φιλί το έδωσε στο πάρκο της γειτονιάς της. Κάτω από ένα πεύκο, ένα μεσημέρι θερινό. Πάνε χρόνια που έκοψαν το δέντρο και μόνο ένα παγκάκι έμεινε να θυμίζει την αλλοτινή ύπαρξη του. Το παγκάκι που συγκρατεί τους λυγμούς της, αυτήν εδώ την ώρα.

Δεν έχει δει αυτό το αγόρι εδώ και δεκαετίες. Ήταν μικρά , μόλις 16 όταν ερωτεύτηκαν. Όμως η ζωή της επιφύλασσε άλλα σχέδια. Τότε ο έρωτας δεν ήταν προαπαιτούμενο του γάμου. Μια απειροελάχιστη πιθανότητα ήταν. Ένα σημείο μελανό στην ανθρώπινη ιστορία. Ο πατέρας της την πάντρεψε με έναν κύριο 20 χρόνια μεγαλύτερο. Είχε στρέμματα πολλά και περιουσία αρκετή. Εμφανίσιμος και δε του φαίνονταν τα χρόνια. Όμως για ένα μικρό κορίτσι όπως εκείνη, ήταν τρομακτικός κι απρόσιτος. Αδιαφορούσε για τα χρήματα και τη ζωή που μπορούσε να της δώσει. Αγάπη θα της έδινε; Έρωτα; Είναι ζωή αυτή;

Θα μάθεις να τον αγαπάς της είπαν. Με τα χρόνια θα τον συνηθίσεις τη καθησύχαζαν. Όμως τα λόγια τους ήταν χάρτινα αναχώματα σ’ αγριεμένο ποταμό. Πέρασαν 60 χρόνια κι ακόμα να τον αγαπήσει. Δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ. Σιχαινόταν το κορμί της κάθε φορά που τη πλησίαζε. Δεν άντεχε τον εαυτό της δίπλα του και μισούσε τη ζωή της. Της χάρισε 4 παιδιά κι αμέτρητα σημάδια. Όχι τα όμορφα του έρωτα. Τα σκληρά του εγωισμού και της κτήσης. Μελανιές γέμιζε το κορμάκι της κάθε φορά που του έφερνε αντίρρηση, κάθε φορά που η φούστα της φανέρωνε τα γόνατά της ή που γελούσε δυνατά κι όχι σιγανά και γυναικεία.

Τα παιδιά της ήταν τα μόνα που τη κρατούσαν στη ζωή. Δεν τον άφησε ποτέ να σηκώσει χέρι πάνω τους. Έμπαινε η ίδια ανάχωμα και σαν σάκος πυγμαχίας δεχόταν όλα τα πυρά. Τα νεύρα, την κούραση, το αλκοόλ. Το ότι δεν ήταν πια όμορφη και θηλυκή όπως στα 20 της. Το ότι το σώμα της έθρεψε 4 παιδιά και δε θα μπορούσε να επιστρέψει στην εποχή πριν από αυτά. Για εκείνον, έφταιγε και για τη γέννηση της.

Φυσικά δεν ήταν η μόνη γυναίκα της ζωής του. Κατά καιρούς ο κύριος γύριζε αργά το βράδυ ή έλειπε μέρες ολόκληρες. Χτυπούσε το τηλέφωνο και κλειδωνόταν στο μπάνιο να μιλήσει. Όταν ήταν μικρότερη κάποιο βράδυ τον έστησε στον τοίχο προσπαθώντας να αποκαλύψει τις ατασθαλίες του. Δε θα ξεχάσει ποτέ τις μελανιές και το σπασμένο πόδι που ακολούθησε, ούτε το κάταγμα στη μέση. Μήνες έκανε να περπατήσει και να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κι όταν τα παιδιά της, την ρωτούσαν πως έγινε, απαντούσε πως έφταιγε η απροσεξία της και έπεσε απ’ τις σκάλες.

Δεν τον ξαναρώτησε για τις υποθέσεις του. Την βόλευε να λείπει από το σπίτι. Δεν έβλεπε συχνά το τέρας στα μάτια του ούτε την όψη που ακόμα κι ο διάβολος θα φοβόταν να αντικρίσει. Η μόνη σκέψη που δεν την άφησε να τρελαθεί, ήταν εκείνο το πρώτο της φιλί κάτω από το πεύκο με έναν άνθρωπο που αγαπούσε αληθινά. Που την έδεσε η μοίρα μαζί του κι εξαιτίας των ανθρώπων χάθηκε. Όχι από την καρδιά της όμως. Ποτέ δεν έφυγε από εκεί.

Σήμερα έθαψε τον άνδρα της. Τον άνθρωπο που της στέρησε 60 χρόνια από τη ζωή. Το τέρας που αδιαφορούσε για το μέλλον της που τη προτιμούσε νεκρή. Δε του έκανε το χατίρι. Πάλεψε, έκλαψε, μάζεψε δυνάμεις και κάθε φορά που την έσερνε στον Άδη εκείνη κολυμπούσε στη λίμνη των ψυχών, προσφέροντας βορά την σάρκα της στους πεθαμένους για να προχωρήσει ένα βήμα προς το φως. Ένα βήμα μακριά του. Σήμερα ελευθερώθηκε από τα δεσμά της. Πόσο τρομακτική η σκέψη ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του, στην ακμή της ηλικίας της…

Καθισμένη στο παγκάκι με ρούχα ολόασπρα και φωτεινά, κλαίει με λυγμούς. Όχι από στενοχώρια, αλλά από ανακούφιση που επιτέλους έστω και στα γεράματα δεν είναι αναγκασμένη να παλεύει για να ξημερώσει άλλη μια μέρα. Κοιτάει έναν έφηβο γύρω στα 16 και χαμογελά ευτυχισμένη. Πως της θυμίζει το δικό της αγόρι, έχει τα μάτια του. Εκείνος εγκατέλειψε τα εγκόσμια πολλά χρόνια πριν κι η στιγμή που το έμαθε ήταν η χειρότερη της ζωής της. Δεν λύγισε ούτε απ’ τα χτυπήματα, ούτε από τις προσβολές παρά μόνο από τη σκέψη ότι ο μόνος άνθρωπος που νοιάστηκε πραγματικά για εκείνη δε ζέστανε πια την γη με την ανάσα του.

Γέλασε. Γέλασε δυνατά που νίκησε τον δαίμονα. Που παρ’ όλη την άδικη ζωή της, έζησε και δε παρέδωσε ποτέ τα όπλα. Ξαφνικά νιώθει μια ζαλάδα, μια μέθη, μια αστάθεια. Η όραση θολώνει, μα όχι από τα δάκρυα. Βλέπει ένα σύννεφο, μια αβέβαιη φιγούρα να στέκεται μπροστά της. Σφίγγει τα βλέφαρα της μια και δυο και ξάφνου τον βλέπει! Το αγόρι που αγάπησε! Μόνο που δεν είναι αγόρι πια μα ένας γλυκός γεράκος.

Λευκοντυμένος και πόσο όμορφος- ακόμα και μετά από τόσα χρόνια- είναι για τα μάτια της! Τείνει το χέρι του προς το μέρος της κι εκείνη το κοιτάει με απορία. «Πάμε» της λέει και σκουπίζει τα δάκρυα της με την ανάστροφη της παλάμης του. «Είμαι εδώ τώρα». Εκείνη σηκώνεται με χάρη από το παγκάκι και χοροπηδά σαν να ναι 16 ξανά. Δε νιώθει κανένα πόνο στο κορμί της και κανένα σημάδι δεν διακρίνεται πουθενά. Πιάνει γερά το χέρι του και χάνονται αγκαλιά. Ένα παιδάκι κάθισε δίπλα της και τη σκούντησε απαλά. «Γιαγιά; Σήκω να φύγουμε, κουράστηκα…». Η γιαγιά δεν κουνήθηκε ξανά.

Φιλίνα Ιγνατιάδου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *