Ηλιοβασίλεμα

Φτάνεις στη θάλασσα τη στιγμή που ο ορίζοντας βάφεται ρόδινος. O ήλιος χάνεται αργά πίσω από το βουνό αντικρύ σου. Νιώθεις σαν ο χρόνος να μένει ασάλευτος και σαν τα μάτια σου να φυλακίζουν μια στιγμή από την αιωνιότητα. Έχουν γραφτεί αμέτρητα πράγματα για τα ηλιοβασιλέματα αλλά υπάρχει πάντα ένα νέο ομορφότερο ηλιοβασίλεμα από όλα όσα έχεις δει. Είναι ευτυχισμένοι οι άνθρωποι που μπορούν να βλέπουν το καινούριο μέσα από την επανάληψη. Απλώνεις τη ζακέτα σου στα βότσαλα και κάθεσαι στην ησυχία του δειλινού. Αντικρίζεις την ομορφιά που ασύγκριτα υπερέχει από την οποιαδήποτε απεικόνιση του ακριβότερου έργου τέχνης. Τα χρώματα εναλλάσσονται και εσύ νιώθεις να μην ανήκεις στην εποχή σου. Σε μια εποχή που πριν από λίγο καιρό την χαρακτήριζε η αγωνία των ανθρώπων για την επιβίωση και εκεί ήρθε και προστέθηκε ο φόβος της αρρώστιας. Τούτη την ώρα όμως αφήνεις την ένταση να καταλαγιάσει. Είσαι μονάχα μια ψυχή που ταξιδεύει εκεί ανάμεσα στα χρώματα του ηλίου τα πορφυρά.

Ο ήλιος μεγαλόπρεπος μέχρι και το τελευταίο λεπτό μοιάζει με απόλυτη δύναμη. Αισθάνεσαι να χάνεις τον εαυτό σου, νιώθεις ασήμαντος και μικρός όσο ένας κόκκος άμμου. Η ώρα είναι πλασμένη από εκείνη την έκσταση που συγκινεί και πληγώνει. Συνηθίζεις τότε να σωπαίνεις τη φλυαρία του μυαλού σου και αφήνεις την ψυχή σου να γεμίσει μέσα από την αίσθηση της όρασης. Προσπαθείς να οικειοποιηθείς αυτό που βλέπεις και να το αισθανθείς σαν ένα άγγιγμα, σαν χάδι ψυχής. Τι και εάν ο κόσμος μοιάζει ακατανόητα χαοτικός και οι ανθρώπινες αναπνοές με άναρθρους αναστεναγμούς. Τι κι αν τα πόδια μας έγιναν βαριά μπροστά στο αδύνατο της φυγής. Ακόμα και σε αυτή την περίσταση που αισθανόμαστε ανίσχυροι και υποταγμένοι σε μια αβέβαιη μοίρα. Υπάρχει κάτι σαν αόρατο νήμα που μας ενώνει και μας αδελφώνει. Είμαστε όλοι μαζί. Ας μην πάψουμε να προσδοκάμε και να μαζεύουμε χρωματιστά όνειρα περιμένοντας με την ίδια λαχτάρα να τα ζήσουμε.

Το φως υποχώρησε και αφήνει την θέση του στο σκοτάδι. Εσύ ψάχνεις να περιγράψεις αυτό που αισθάνεσαι αλλά οι λέξεις μοιάζουν με πεταμένα ξερά φύλλα χωρίς ζωντάνια και νεύρο. Φεύγεις ενώ η ψυχή της νύχτας σε συντροφεύει. Ο κόσμος λίγο πιο μακριά σου βιάζεται να επιστέψει στο σπίτι του, ακολουθεί την απελπιστική κανονικότητα της απαγόρευσης να κυκλοφορεί. Στρέφεις το κεφάλι σου προς τη θάλασσα που αφήνεις και σκέφτεσαι ότι η ελπίδα δε θα χαθεί. Το θεωρείς σαν χρέος να μην αφήσεις να σε παρασύρει και να σε εξουσιάσει ο φόβος. Η δική σου ύπαρξη είναι βασισμένη στην άρνηση του θανάτου αφού το μοναδικό σου πάθος είναι το πάθος για ζωή.

Παρασκευή Φωτοπούλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *