Θα σας καρτερώ!

Ώρα εκτέλεσης: δώδεκα και τριανταπέντε μετά μεσημβρίας.
Ακριβώς όπως το ονειρευόμουν.
Να φεύγω μαζί με το τελείωμα της μέρας.
Στα τρία μέτρα στήνουν την πιο κρυφή αλήθεια τους που είδαν μες τα θλιμμένα μου μάτια, και δεν την άντεξαν, να την εκτελέσουν φιλήδονα θέλησα.
Ετυμηγορία: Αμάρτημα, θανάσιμο διέπραξαν οι θάλασσές μου. Πρέπει, να τιμωρηθώ!
Ξυπόλυτη, μες στην τελευταία κατοικία που απλόχερα με πέταξαν, ούτε μια φτωχή προσευχή λιγοστών λέξεων δε μ’ άφησαν να τελειώσω. Έτσι κι εγώ ούτε μια τελευταία επιθυμία δε ζήτησα. Άλλωστε δεν είχε περισσέψει καμιά.
Άνοιξε η πόρτα του κελιού μου.
Ένα κελί 3 επί 4.
Τρεμάμενοι δεσμώτες πλησίασαν, αποφεύγοντας να με κοιτάξουν.
“Εσύ!”, η μόνη λέξη που μπόρεσαν να αρθρώσουν και έπειτα ένα νεύμα για να πλησίασω.
Μου έδεσαν πισθάγκωνα τους καρπούς. Μου φόρεσαν κουκούλα στο κεφάλι να κρύψουν τη ματιά μου. Το στόμα μού το έκλεισαν, τις φλογέρες μου λέξεις, σαν πολυβόλο, να μην μπορώ άλλο να ξεστομίζω.
Και ‘κει, μες το απόλυτο σκοτάδι τα είδα όλα, εκεί, λίγο πριν το τέλος που μου ετοίμαζαν.
Ψοφίμια γέμισε η κάμαρα, και πρόσωπα με γερασμένες ψυχές στα τυφλά τους μάτια. Κουτουλούσαν στους τέσσερεις τοίχους της φυλακής, της δικής τους φυλακής και έβγαζαν κραυγές άηχες. Μέσα στη λάσπη, Θεέ μου, ως το λαιμό.
Ω, τι ντροπή! Τι φρίκη!
Τα ξοφλημένα όνειρά τους, πώς σφαδάζουν, πώς πληγώνουν τη σιωπή της νύχτας. Τα παραμύθια που του μυαλού τους οι ανάγκες έστησαν, ετοιμόροπες, πρόχειρες παράγκες, κοίτα τες, πώς σωριάζονται τώρα, μαδημένες μαργαρίτες σε άγονη γη.
Γονατίζω και πάλι.
Δυο τελευταίες λέξεις μπας και προλάβω να γράψω στο συναξάρι της αλλόκοτης ψυχής μου. Μήτε ένα κομμάτι ουρανού δεν μπορώ να δω απ’ το κελί της φυλακής μου. Μα έχω μέσα μου ενα βαθύ γαλάζιο, που όλο βαθαίνει σαν πλησιάζει η ώρα, μια γίνεται ουρανός, μια θάλασσα και με ημερεύει. Με ταξιδεύει, ήδη.
Κλείνει η πόρτα του κελιού μου.
Άλλα μάτια να μη δουν πώς σκοτώνεται η ελπίδα.
Εμπρός, λοιπόν, πατήστε τη σκανδάλη, γατάκια!
Κοίτα, τα χέρια τους, τα πόδια τους πώς τρέμουν, τι φοβούνται απο εμένανε ακόμη; Εγώ, χωρίς μάτια, χωρίς χέρια, χωρίς κίνηση, χωρίς φως, όλα τα ακυρώσατε!
Ή μήπως ξέρετε πως όχι;
Βαδίζω στα τυφλά.
Ψηλαφώ και παίρνω στα χέρια μου το πιστόλι
Κάπως αλλιώς φανταζόμουν το τέλος μου, μα δε βαριέσαι;
Και μεταπλάθομαι για μια ακόμη φορά. Και μέσα σ’ αυτό το ελάχιστο κομμάτι στιγμής μέσα στο χρόνο, είναι σαν να γεννιέμαι ξανά.
Εγώ, ο εκτελεστής μου!
Εγώ, ο εκτελούμενος!
Εγώ, η ελευθερία μου!
Εγώ, τα όλα μου!
Τέλος μου, έλα!
Αρχή μου, πάμε!
Χέρι μιαρό δεν μπόρεσε να μ’ αγγίξει.
Εγώ με σκότωσα.
Θα τα πούμε σύντομα, γενναία μου παλικάρια.
Καλό αντάμωμα, θα σας καρτερώ…
Ελένη Καρβουνάρη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *