Η δυστυχία ενός κατεστραμμένου μυαλού
Κάθε μέρα, ίδια μέρα.
Πληκτική, άχρωμη, άγευστη και ιδιαιτέρως εκκωφαντική, σε εκείνο το κουρασμένο μυαλό.
Στο πρόσωπο, ριγμένο πάνω ένα πέπλο αδιευκρίνιστων συναισθημάτων.
Με μια μονίμως μονότονη και χαρακτηριστική έκφραση.
Ένα θλιβερό προσωπείο αρχαίου ελληνικού δράματος.
Ψάχνοντας να βρω ποια λέξη θα μπορούσε να το περιγράψει:
Ανηδονία.
Για τα μικρά, για τα μεγάλα. Για τη μουσική, για το φαγητό. Για την καθημερινότητα. Για τις γιορτές. Για όλα.
Όλα όσα θα έπρεπε να δίνουν στον καθένα, χαρά, ευεξία, διασκέδαση.
Σ’ εκείνον, το απόλυτο μηδέν. Καμία επίγευση. Τίποτα.
Λυπάσαι κι απορείς. Πώς μπορεί να σκέφτεται τόσο διαστρεβλωτικά ένα μυαλό;
Μικραίνει το μυαλό, μεγαλώνει το σώμα.
Χάνεις την υπομονή που δεν καταλαβαίνει, που δεν μπορεί να σου απαντήσει γρήγορα, που μιλάει με διακοπές, που ξεχνάει.
Καμιά φορά ζητάς συγγνώμη νιώθοντας εσύ υπαίτιος, επειδή δεν είχες την πρέπουσα υπομονή να περιμένεις.
Τεντώνεσαι σαν χάλκινη χορδή από τα νεύρα.
Σφίγγεσαι για να μη φανεί το ζόρι που αισθάνεσαι. Λες κι είσαι ο μόνος που έχει το ζόρι αυτό.
Σπανίως, σκάει ένα απρόσμενο χαμόγελο, απορείς, απορεί, απορείτε, τελικά.
Συνήθως, αποζητά τη θέα του παραθύρου, σαν να ψάχνει διακαώς μια λύτρωση, σαν να βρίσκεται εκεί μια παρηγοριά.
Ίσως, η μόνη φορά που αλλάζει ελαφρώς η έκφρασή του.
Ποιος συμβιβάζεται στην ιδέα της παρακμής του; Αυτός, εσύ; Μάλλον, κανείς.
ΥΓ* Αφιερωμένο στα άτομα που πάσχουν από γεροντική άνοια, καθώς και στους οικείους τους.
Πολύ καλό Εύη, έθιξες μια μάστιγα της εποχής που κτυπάει αρκετους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο κι όχι απαραίτητα ηλικιωμένους. Μια ασθένεια με αργή πορεία και μη αναστρέψιμη που εκτός από τον ασθενή υποφέρουν και οι οικείοι του σε αυτη την σταδιακή απώλεια του νου.