Σήμερα έριξα ένα δάκρυ για σένα
Σήμερα έριξα ένα δάκρυ για σένα. Για το πώς γκρεμίστηκε η εικόνα σου στα μάτια μου. Ανίκανος να σταματήσεις τις ανασφάλειές σου απ’ το να ξεχύνονται μανιασμένα απ’ τις σκέψεις σου. Χωρίς να μπορείς να αγκαλιάσεις και να μείνεις ακίνητος ούτε για μερικά δευτερόλεπτα. Μη γνωρίζοντας τον τρόπο να επικοινωνείς συνειδητά, σαν να ρίχνεις λάσπη στα σκοτάδια σου. Σαν να βρίσκεις τρόπους να κρύψεις τον (για σένα) πανάθλιο εαυτό σου. Ουτοπικά, πρόστυχα, τόσο που αντί να γεμίζεις, απλά να αδειάζεις. Να αναλώνεσαι σε κάθε είδους ηδονικό, να φτιάχνεις σταθερές που τρέμουν τα πόδια τους. Να σε έχεις για τα λίγα, παιδί του κατώτερου Θεού που σ’ έχει φτιάξει. Χωμένος στα σκοτάδια που σε πνίγουν και σου μειώνουν την όραση. Εκεί που οι ωκεανοί των ματιών σου σκεπάζονται από αντάρες και μαυρίλα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και έφυγα. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα που μάταια προσπάθησα να συγκρατήσω απ’ το να δραπετεύσουν. Πόσο λάθος αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου. Ποσό τον χαραμίζεις, πόσο τον υποτιμάς πιστεύοντας ότι τον απελευθερώνεις… τον ξεφτιλίζεις. Τον κλειδαμπαρώνεις σε μικρά κουτάκια και τα πετάς στα άπατα του χάους σου, για να μην υπάρχει καμία ελπίδα να ξεφύγει από καμία ρωγμή σου και σου πάρει τον έλεγχο ο (για σένα) αδύναμος. Αυτός ο άχρηστος. Στριμώχνεσαι στο λίγο, και μετά αποζητάς με κάθε τρόπο ένα ψεγάδι από εκείνους που μέχρι χτες υποτιμούσες…
Μικραίνεις για να φαίνεται μεγάλο αυτό που θα σου προσφέρει ο κάθε ανεγκέφαλος αλλά κατά τα αλλά όμορφος στην εικόνα του. Το άγγιγμα σε απωθεί, είσαι πια άγριος, σκοτεινός, σάρκινος. Δεν επιτρέπεις στην ψυχή σου να συμμετέχει στη διαδικασία. Δε χαλαρώνεις, δεν ανασαίνεις αργά, και όταν κάτι πάει να σου χαλάσει τη χασούρα τινάζεσαι και τρέχεις προς τον άσπρο διάδρομο αγκομαχώντας να φτάσεις ξανά στην πόρτα που οδηγεί στο απόλυτο τίποτα. Εκεί που έχεις βάλει τον εαυτό σου τιμωρία. Στην απομόνωση. Στο απόλυτο τίποτα. Κι εκείνος ο μικρός αποκομμένος εαυτός που τόσο τιμωρείς και κατακρίνεις σε κοιτάζει να του κλείνεις την πόρτα κατάμουτρα χωρίς να τον φροντίζεις. Και τότε, ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο, κυλάει σιγά σιγά προς το πάτωμα αγκαλιάζοντας τα γόνατα του. Κι όσο ο υπόλοιπος περνάς καλά, εκείνος φοβάται το σκοτάδι, φοβάται την εγκατάλειψη, φοβάται να τολμήσει, φοβάται το ίδιο το τέλμα που έχει εγκλωβιστεί. Και περιμένει… περιμένει υπομονετικά την επόμενη μέρα, που θα τον βγάλεις απ’ την κακομοιριά του, που θα σου πάρει ξανά τον έλεγχο και θα σε εκδικηθεί που δεν τον νοιάζεσαι.
Μαρία Χαρίτου