Οριστική ρήξη

Γνωρίστηκαν όταν ο Φαίδωνας ήταν είκοσι έξι ετών και η Μάρθα δεκαεννέα. Οδηγήθηκαν στο γάμο σε λίγο χρόνο από τη γνωριμία τους γιατί «τι θα έλεγε ο κόσμος» έλεγαν και επέμεναν οι γονείς. Αφού δέχτηκαν υπερβολική πίεση, ειδικά από τους γονείς της Μάρθας αποφάσισαν να παντρευτούν. Αν και κανένας τους δεν ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα της κοινής συμβίωσης, εν τούτοις αφέθηκαν στο έλεος της επιθυμίας των οικογενειών.

Μετά τα δυο χρόνια της κοινής ζωής, άρχισαν να φαίνονται τα σύννεφα. Η αρχή της γνωριμία τους αν και δεν προϊδέαζε για κάτι συναρπαστικό, δε σε έκανε να φανταστείς και τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Η Μάρθα όταν είχε πρωτομιλήσει μαζί του είχε γοητευτεί. O Φαίδωνας την είχε πλησιάσει με επιδεξιότητα και της συμπεριφερόταν με την ευγένεια ενός ιππότη. Η ίδια δεν ήταν σε θέση να τον κρίνει αντικειμενικά γιατί δεν είχε προηγούμενη εμπειρία. Τότε δεν είχε αντιληφθεί το προφανές, ό,τι έλαμπε δεν ήταν χρυσός!

Αναλαμβάνοντας τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις στο γάμο, ανακάλυπτε καθημερινά τον άνθρωπο μέσα στο σύζυγο και αυτό που έβλεπε την απογοήτευε. Κατάλαβε ότι είχε βιαστεί και αυτή η σκέψη τη βασάνιζε. Έβλεπε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να υπομείνει τις δυσκολίες και ιδιαίτερα τη θανάσιμη πλήξη που της προκαλούσε. Ο Φαίδωνας ήταν το είδος του ανθρώπου που ήταν περιορισμένος και μίζερος χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το μοναδικό πράγμα που τον ενδιέφερε ήταν η προσφορά των υπηρεσιών της γυναίκας του.

Η ίδια η γυναίκα του και η σχέση του μαζί της ήταν σαν να μην υπήρχε. Οι μόνες συζητήσεις που γίνονταν μεταξύ τους ήταν κοινότυπες και συγκεκριμένες όπως «αύριο τι θα φάμε;» ή «πλήρωσες τους λογαριασμούς;».
Ο Φαίδωνας τότε είχε καταφέρει να κερδίσει την άπειρη Μάρθα και με αυτό είχε επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του. Στην αρχή της γνωριμίας τους συμπεριφερόταν άψογα γιατί αυτό εξυπηρετούσε το στόχο του να την κατακτήσει. Στην πορεία δεν έβρισκε πια το λόγο να κάνει κάτι περισσότερο γιατί είχε κάνει το πιο σημαντικό, την είχε παντρευτεί.

Γνώριζε φίλους με σχέσεις χρόνων που συζούσαν χωρίς να έχουν κάνει ούτε έναν αρραβώνα. Σκεφτόταν: είναι υποχρεωμένη να με έχει κόρωνα στο κεφάλι της, έμενα που την έκανα κυρία. Όλα στο χέρι θα πρέπει να μου τα δίνει, όπως έκανε η μάνα μου. Κάτι φεμινιστικές κουταμάρες, ο άντρας να βάζει πλυντήριο και να πλένει πιάτα; Σιγά να μην κάνω και φασίνα! αν ήταν έτσι καθόμουνα και ανύπαντρος. Ναι! και το φαγητό μου στην ώρα του και τα ρούχα μου πλυμένα και σιδερωμένα και τον καφέ στο χέρι. Αν της αρέσει! αν δεν της αρέσει, πρόβλημα της. Τι θα ήταν και αυτή εάν δεν την έπαιρνα;

Οι δυο σύζυγοι συνέχιζαν να ζουν κάτω από την ίδια στέγη εντελώς απομακρυσμένοι ψυχικά και χωρίς να προσπαθούν να καλύψουν την απόσταση. Η Μάρθα που είχε υποστεί τη μεγαλύτερη πίεση από την οικογένεια της, τώρα άκουγε μόνο την φράση ‘’εσύ τον διάλεξες’’ όταν πήγαινε να πει έστω και ένα μικρό παράπονο! Η μητέρα της ήταν ανένδοτη, αυτή παρέμενε ο βασικός υποστηρικτής του Φαίδωνα, γι’ αυτήν ήταν το ‘’καλό παιδί ‘’. Αφού δεν ήταν αλκοολικός, ή χαρτοπαίχτης και δεν χτυπούσε την κόρη της γιατί αυτά ήταν τα σοβαρά ελαττώματα.

Η Μάρθα κάθε στιγμή λυπόταν για τον εαυτό της και για τον χαμένο χρόνο αυτής της ιστορίας. Έβλεπε ότι οι διαφορές τους ήταν τεράστιες και όσος χρόνος και να περνούσε δε θα κατάφερναν να τις ξεπεράσουν και να δεθούν. Κινδύνευε να πάθει κατάθλιψη αφού στροβιλιζόταν μέσα σε σκέψεις και κατέληγε πάντα σε αδιέξοδο. Σκεφτόταν το διαζύγιο αλλά φοβόταν μήπως στενοχωρηθεί και ο Φαίδωνας, ο οποίος δεν της έδινε και μια σημαντική αφορμή για να τον χωρίσει. Η λύση στο μαρτύριο της, δόθηκε από τον ίδιο ένα βράδυ Σαββάτου μετά το φαγητό. Της ανακοίνωσε ότι είχε συνάψει μια άλλη ερωτική σχέση και την άφησε άναυδη. Δεν της ζήτησε συγγνώμη γιατί το θεωρούσε αναφαίρετο δικαίωμα του. Με ειρωνικό βλέμμα, χωρίς ίχνος μεταμέλειας και με απίστευτη αποφασιστικότητα, ζήτησε από τη Μάρθα διαζύγιο.

Παρασκευή Φωτοπούλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *