Ένας Απρίλης με τη δική του ιστορία

Την αγάπησε άραγε ποτέ αληθινά, ή απλά υπήρξε η γέφυρα για το δικό του απέναντι; Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό της να μονολογεί και εκατοντάδες ερωτήματα να κατακλύζουν το μυαλό της. Σκεφτόταν κάθε λέξη, κάθε φράση του κάνοντας αναλύσεις επί των αναλύσεων. Χανόταν συχνά στη σκέψη της αναπολώντας στιγμές ιδιαίτερες. Σκέψεις ανάκατες που έφερναν χαμόγελο στα χείλη, κι άλλες πάλι θλίψη στο βλέμμα.
Εκεί που έβαζε μια τάξη και ένιωθε σιγουριά, εκεί ξάφνου ένα σύννεφο ομίχλης όλα τα μαύριζε και μπόρα σκέπαζε την ψυχή της. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως όλα αυτά τα υπέροχα ήταν θέατρο ή ένα βόλεμα δικό του. Ένας τρόπος για να περάσει ανώδυνα τη μετάβαση από την κανονικότητα του στη νέα ζωή που τον περίμενε. Μια ζωή η οποία ήταν όνειρο και στόχος κι αφού τον πέτυχε, άνοιγε τώρα τα φτερά του να πετάξει.
Δεν είχε υπολογίσει όμως κάτι, στις απόλυτα, με σκακιστική ακρίβεια μελετημένες κινήσεις του…
Αψήφησε τα παιχνίδια της ζωής και το κόστος. Το τι έπρεπε να θυσιάσει. Όταν το συνειδητοποίησε βέβαια ήταν αργά. Μια νύχτα του Απρίλη η ζωή έστησε τη δική της παράσταση. Κάπου εκεί ήταν που αντάμωσε εντελώς τυχαία ένα αγρίμι και παίρνοντάς το στα χέρια του το έπλασε από την αρχή. Του έδωσε πνοή και μορφή, χαμόγελο και ελπίδα. Άκουγε τον κάθε ήχο και την κάθε κραυγή του. Ζωντάνεψε κάθε νεκρό κύτταρο και του χάρισε ζωή. Ζωή αληθινή, γεμάτη έρωτα και αγάπη και το αγρίμι μεταμορφώθηκε σε πριγκίπισσα, η δική του μοναδική πριγκίπισσα και εκκολαπτόμενη βασίλισσα.
Έπιανε τον εαυτό του τις νύχτες να κλαίει κρυφά και να καταργιέται την ώρα των μεγάλων αποφάσεών του.
Μίλαγε δυνατά γελώντας με τον εαυτό του, πόσο αφελής ήταν όταν θεώρησε πως ήταν ο τυχερός ανάμεσα σε εκατοντάδες που επιλέχτηκε. Θυμόταν κάθε φορά την απογοήτευση στα πρόσωπα των άλλων και τα βλέμματα τους επάνω του με μια δόση ζήλιας για το επίτευγμά του. Θεωρούσαν τυχερό αυτόν και άτυχους αυτούς.
Πολλές φορές είχε ομολογήσει πόσο βλάκας ήταν όταν καμάρωνε για την επιτυχία του και πόσο τυχεροί οι άλλοι μέσα στην ατυχία τους τελικά. Έπιανε νύχτες τον εαυτό του να αναπολεί τις εποχές της ανεμελιάς, ειδικά τα αξημέρωτα βράδια όταν η ηρεμία έδινε τη θέση της σε εφιάλτες. Και κάθε που αυτός λύγιζε, αυτή ήταν εκεί να τον στηρίζει, να γίνεται ο βράχος του και απλόχερα να απλώνει την ψυχή της να τον ζεστάνει δίνοντάς του πίσω όλες τις πνοές και ανάσες που αυτός τις είχε χαρίσει. Ένα δώσε – πάρε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Χωρίς “εγώ” χωρίς “εσύ”, μα ένα ολοκληρωτικό “εμείς”. Βλέπανε μαζί τον ίδιο ουρανό, αυτός τον ήλιο κι αυτή το σκοτάδι. Αυτή το φως του κι αυτός η ομίχλη της.
Την αγάπησε άραγε ποτέ, υπήρξε έστω και μια σταγόνα αλήθειας σε όλο αυτόν τον ωκεανό συναισθημάτων;
Τέσσερις φορές έκανε ο Απρίλης τον κύκλο του και απάντηση δεν έλαβε ακόμη. Κάθε ξημέρωμά της και ένα “ίσως”. Κάθε μέρα του και ένα “αν”…
Την αγάπησε άραγε ποτέ; Ποιος ξέρει, ίσως κι αν ναι θα το δείξει ο επόμενος Απρίλης.
Στέλλα Α.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *