Όλα όσα είδα
Post Views: 2
Είδα. Είδα να πέφτω σε μια δίνη. Δίνη απύθμενη. Όχι. Δεν ήταν από νερό, φωτιά η αέρα. Διέκρινα δύσκολα, αλλά σύντομα καθαρά, ένα ατελείωτο μωσαϊκό εικόνων. Πόλεις, κτίρια, φώτα, δρόμοι και άνθρωποι, όλα περιστρέφονταν γύρω μου. Κάπου εκεί, μια μάνα καθισμένη στο παγκάκι να ταΐζει το παιδί της, κάπου αλλού, το πρώτο ραντεβού δύο εφήβων, τον πατέρα με τον γιο στο γήπεδο σε στιγμή λίγο πριν μπει το γκολ. Κόσμος να περπατάει σε μια κεντρική λεωφόρο. Άπειρες εικόνες. Τόσες πολλές που θα τις παρομοίαζα με το φως των αστεριών που εκπέμπουν στον καλοκαιρινό έναστρο ουρανό. Με πολύ κόπο δοκίμασα να αγγίξω κάποια από αυτές, να νιώσω την υφή τους.
Ξαφνικά τα πάντα εξαφανίστηκαν. Βρέθηκα σ’ ένα μέρος άγνωστο, αλλά συνάμα πολύ οικείο. Είχε έντονη ζέστη, το σώμα μου ένιωθε τις ενοχλητικές ακτίνες του ήλιου. Ήμουν σ’ ένα ύψωμα εντελώς άγονο. Προσπάθησα να βρω κάτι γνώριμο, κάτι που να με κάνει να καταλάβω πού βρισκόμουν. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Απλωνόταν μια έρημος απέραντη μέχρι εκεί που έφτανε η όρασή μου. Δεξιά κι αριστερά προεκτεινόταν το ύψωμα στο οποίο βρισκόμουν. Μπροστά μου, κάτω χαμηλά, απλωνόταν σαν χαλί μια πόλη. Ήταν σαν εκείνες τις μεγάλες αρχαίες πόλεις με κτίρια χαμηλά, αλλά σαθρά, περιστοιχισμένη από μεγάλα τείχη. Μια πόλη γεμάτη ζωή. Πολλοί οι άνθρωποί της. Αν και μακριά, άκουγα πεντακάθαρα τη βοή από τις φωνές των ανθρώπων. Έμποροι να διαφημίζουν την πραμάτεια τους. Άκουγα τα κουτσομπολιά των γυναικών. Τον σίδερα που με περίσσια τέχνη κατεργάζονται το σίδερο με το σφυρί του. Πέρα από τα τείχη της πόλης βρισκόταν μια υπέροχη ολόχρυση παραλία που τη σταματούσε το απέραντο της θάλασσας. Ήρεμη σαν λίμνη που πεντακάθαρα αποτυπωνόταν η μορφή του ήλιου. Μονό η ρώτα των μικρών καϊκιών χαλούσε αυτή την ηρεμία.
Κάπου απέναντι δεξιά, ξεπρόβαλε ένα βουνό που παρόμοιο σε μέγεθος δεν είχα ξαναδεί. Μεγαλοπρέπεια και ομορφιά που μόνο σε ακριβό καμβά μπορούσε να αποτυπωθεί. Φαινόταν τόσο κοντά που εύκολα διέκρινα το ανάγλυφό του και τα χιόνια στην κορυφή του. Αλλά μάλλον τόσο μακριά που δεν αντανακλώνταν στην επιφάνεια της θάλασσας. Η όλη εικόνα ήταν μαγευτική. Κάθισα λοιπόν να απολαύσω ανθρώπους και φύση. Δεν άργησε πολύ. Την ησυχία μου διέκοψε μια δυνατή υπόκωφη βοή. Ένας ήχος που μόνο από το στόμα μιας ασύλληπτης δύναμης μπορούσε να βγει. Πετάχτηκα όρθιος να καταλάβω την πηγή της. Η άγνοιά μου αυτή μού ξύπνησε εκείνα τα ένστικτα, στο σημείο εκείνο που έκανε το κορμί μου ν ανατριχιάσει. Το προαίσθημα μου χτύπησε κόκκινο. Το σώμα μου απεγνωσμένα προσπαθούσε να με πείσει να φύγουμε από εκεί. Για κάποιο λόγο η ψυχή μου με καθησύχαζε. Κι αν εκείνες οι στιγμές μού φάνηκαν αιώνας και περιστασιακά άκουγα το σώμα μου, ερχόταν συνωμοτικά η λογική λέγοντάς μου: “να φύγουμε να πάμε πού;” Τα πόδια μου πεισματικά αgκυρώθηκαν εκεί περιμένοντας το αναπάντεχο.
Δεν άργησε να ξεπροβάλει ένα ατελείωτο λευκό σύννεφο πάνω απ’ το βουνό. Χύθηκε σαν χιονοστιβάδα στην πλαγιά του. Απλώθηκε καλύπτοντας όλο και πιο πολύ την επιφάνεια της θάλασσας. Έβγαζε έναν ήχο σαν ποδοβολητό πολλών αλόγων μαζί κατευθυνόμενο προς την πόλη. Το βλέμμα μου εστιάστηκε στους ψαράδες σ’ ένα από τα καΐκια. Τον αρχικό τους αιφνιδιασμό διαδέχθηκαν τα γέλια και τα πειράγματα μεταξύ τους. Αγωνιά με κυρίευσε όταν η αφέλεια και η αλαζονεία τούς έκανε να πιστεύουν ότι η εμπειρία και το δυνατό τους σκαρί ήταν ανώτερα από τη δύναμη που τους πλησίαζε απειλητικά.
Δεν έβλεπαν το κακό αυτό σημάδι. Ήθελα να φωνάξω να τους προειδοποιήσω. Με διέκοψαν όμως οι συζητήσεις των ανθρώπων στην πόλη που συνέχιζαν τη δραστηριότητά τους αμέριμνοι προτοιμαζόμενοι για βροχή. Κανένας δεν έβλεπε, κανένας δεν άκουγε αυτά που έβλεπα και άκουγα εγώ. Το κλάμα ενός μωρού μέσα από ένα σπίτι τους προειδοποιούσε για το κακό που ερχότανε. Μάταια η δόλια μάνα προσπαθούσε να το ηρεμήσει. Ήταν η φωνή που για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να βγάλω. Είχε τη φωνή που δεν είχα.
Όλα άλλαξαν ξαφνικά. Πού πήγε όλο αυτό το όμορφο τοπίο που έβλεπα πριν λίγο; Τι παράπονα έκανε η γη στο Θεό για να θυμώσει τόσο; Το σύννεφο απλώθηκε πάνω από την πόλη. Ο ήχος πολλών αλόγων που σταματάνε τον καλπασμό τους ακούστηκε. Κάθε δραστηριότητα σταμάτησε. Απόλυτη σιωπή απ’ όλους που κοιτούσαν ψηλά λες και περίμεναν με αγωνία τον αγγελιοφόρο για να τους ανακοινώσει κάτι πολύ σοβαρό. Ακόμη και το μωρό σιώπησε. Σιώπησε και η φύση. Ακόμη και οι άνεμοι κρύφτηκαν για να μη δούνε το κακό. Ο χρόνος σταμάτησε.
Σαν μολύβδινο βαρίδι έσκασε το σύννεφο πάνω στην πόλη. Μέγας σεισμός έγινε. Ταρακουνήθηκαν τα θεμέλια της γης. Δέντρα και βράχια υποτάχθηκαν στην δύναμη. Λόφοι άνοιξαν στα δύο. Ήταν τόσο δυνατός που έπεσα στα γόνατα. Χωρίς να είναι αρκετό αυτό για να κρατηθώ, στηρίχθηκα και στα χέρια μου. Μη γνωρίζοντας αν ήταν λεπτά η δευτερόλεπτα, έβλεπα τα πάντα να καταρρέουν γύρω μου. Μοίρασε απλόχερα το απόθεμα δύναμής της η φύση. Ένα σύννεφο σκόνης κάλυψε την πόλη. Μέσα στο χαλασμό ακουγόταν κραυγές. Κραυγές ανθρώπων αλλά κι άλλες κραυγές, απροσδιόριστες αλλά όχι καλές. Μου κίνησαν την περιέργεια και κατέβηκα τον ίδιο δρόμο που διαπερνούσε την πόλη μέχρι την παραλία. Περπατώντας έβλεπα ανθρώπους σιωπηλούς να ψάχνουν στα χαλάσματα. Ήταν σαν να ήξεραν το λόγο που έγινε αυτό. Ήταν όπως ο κατηγορούμενος στο δικαστήριο που δέχεται σιωπηλά την ποινή για το έγκλημα που διέπραξε. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι κανονικά, με τέτοια ένταση σεισμού, δεν έπρεπε να μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Απεναντίας, πολλά από αυτά τα σαθρά κτίρια έμειναν όρθια.
Όσο περπατούσα έβλεπα πολλούς ανθρώπους, κάποιους αρρώστους αλλά κανέναν λαβωμένο. Περπατούσα δίπλα τους και ήταν λες και δεν υπήρχαν εκεί. Έκανε αποπνικτική ζέστη. Ο ήλιος έλαμπε ξανά στον ουρανό. Φτάνοντας στην παραλία, κάθισα προσπαθώντας να συγκροτηθώ και να ηρεμήσω. Το κακό δεν είχε περάσει. Η γη ανασυγκροτούσε τις δυνάμεις της. Η μήνις της δεν είχε καταλαγιάσει. Είδα τη θάλασσα να τραβιέται μέσα. Ακαριαία, βλέποντας αυτό έστρεψα το βλέμμα στην πόλη. Σηκώθηκα έντρομος και με γοργό βήμα μπήκα στην πόλη. Λιμός είχε πέσει. Σαν άγρια θηρία οι άνθρωποι, σκότωναν ο ένας τον άλλο για ένα καρβέλι ψωμί. Μέσα στο μαινόμενο πλήθος ξανάκουσα αυτές τις απόκοσμες κραυγές. Ήταν τόσο απασχολημένοι με την πείνα τους που δεν έβλεπαν την υγρή οργή της φύσης να συσσωρεύονται. Όσο η θάλασσα μαζευόταν τόση κλεψύδρα άδειαζε. Μάταια προσπαθούσα να τους κάνω να δούνε. Ελάχιστοι είχαν τη σοφία από μόνοι τους να δούνε αυτό που έβλεπα. Υδάτινο τείχος κάλυπτε τον ορίζοντα. Κατάμαυρο. Βγαλμένο από τα πιο σκοτεινά σημεία της χολής της γης. Έτρεξα με αυτούς τους λίγους στα υψώματα. Γύρισα και είδα με πίκρα αυτό που υπήρχε περίλαμπρο και επρόκειτο να χαθεί. Μέσα στο λαιμό άκουγα ορισμένους να περηφανεύονται πως οι δομές τους άντεξαν, πως η τεχνολογία τους νίκησε την φύση. Πως τίποτα δεν μπορεί να τους αφανίσει.
Σαν λεπίδα που κουρεύει τα στάχυα, σαν αλέτρι που οργώνει τη γη, η υδάτινη μανία δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα αυτή τη φορά. Το χρυσάφι των πολιτισμένων ανθρώπων, ο Λίνος το έκανε χρυσόσκονη για να έρθει το κύμα να την καθαρίσει. Όταν τα πάντα εξαφανίστηκαν είδα τον ήλιο να ταλαιπωρεί τα κορμιά όσων έζησαν. Η ανάγκη και η δίψα παραγκώνισαν την πρότερη σοφία με λίγους απ’ τους λίγους να μπαίνουν στον πειρασμό να ξεδιψάσουν απ’ το μαύρο νερό που έφερε το κύμα. Όσοι το τόλμησαν, υπέφεραν από πόνους ή πέθαιναν. Βίωσα τη δίνη να με ξανατραβάει μέσα της. Τρόμαξα και λυπήθηκα με αυτά που είδα. Δεν τόλμησα να την ξαναγγίξω. Δεν ήθελαν δω αλλά, αφέθηκα να με παρασύρει. Φαίνεται όμως πως είχε άλλη γνώμη και δεν αρκούσαν ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΙΔΑ και βρέθηκα αλλού. Σε μια κεντρική λεωφόρο μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Κίνηση, πάρκα, αυτοκίνητα, σύγχρονα κτίρια, μαγαζιά με καλόγουστες βιτρίνες που σε προκαλούσαν να μπεις μέσα. Όπως κοιτούσα γύρω μου ήταν αυτό το κάτι που με ξένιζε. Κάτι που δε μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω το τι. Κοιτούσα γύρω μου μήπως μπορέσω να λύσω το γρίφο. Ήταν αυτό το κάτι στην ατμόσφαιρα.
Διασχίζοντας ένα πάρκο κατέληξα σ’ ένα δρόμο μεγάλο. Κοιτούσα τα φώτα, τον κόσμο, τα μαγαζιά. Άνθρωποι ντυμένοι και στολισμένοι, όμορφοι όλοι. Κι όμως δεν άργησα να βρω την πρώτη ένδειξη. Οι άνθρωποι, μόνοι περπατούσαν, αμίλητοι με παγερά βλέμματα .Δεν υπήρχαν παρέες. Δεν έβλεπα πουθενά παιδιά. Κανείς δεν μιλούσε με κανέναν. Δεν υπήρχαν κινητά. Περπάτησα πολύ Δεν υπήρχαν εκκλησίες, πάρα μονάχα στη θέση τους κάτι επιβλητικά κακόγουστα γκρίζα κτίρια.
Ένας μεσήλικας μερικά μέτρα πιο πέρα κατέρρευσε ξαφνικά. Η ησυχία των ανθρώπων χάθηκε. Ακαριαία σχεδόν, βρέθηκα σκυμμένος από πάνω του. Επιτάχυνα το βήμα και βρέθηκα στο σημείο. Απίστευτο. Τα πρόσωπα των ανθρώπων άλλαξαν όψη. Μια όψη αποκρουστική, δαιμονική. Σαν αγέλη λεόντων που κατασπαράζει τη λεία του τον σκύλευαν. Του έκλεβαν τα πάντα. Σαν πρωτόγονοι μάλωναν μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει το καλύτερο λάφυρο. Ταράχτηκα. Σήκωσα το βλέμμα μου να δω μήπως από κάπου έρθει βοήθεια. Κι όμως, λίγα μέτρα πιο κάτω δύο αστυνομικοί κοιτούσαν το θέαμα και κάτι έλεγαν ο ένας στον άλλο αστειευόμενοι, απαθείς σαν να ήταν κάτι το τόσο φυσιολογικό. Όταν τελείωσε αυτό το απαίσιο θέαμα, όλων αυτών των ανθρώπων τα πρόσωπα ήρθαν στην πρότερη κατάσταση και συνέχιζαν να περπατούν.
Έπειτα από κάμποσο περπάτημα ανέβηκα τα σκαλιά ενός κτιρίου. Τεράστιες αίθουσες διδασκαλίας με εκατοντάδες παιδιά η κάθε τάξη. Απόλυτα πειθαρχημένα και ήσυχα, ανέκφραστα, ν’ ακούνε τη δασκάλα τους. Μια φωνή απροσδιόριστη μού έλεγε πως όλα τα παιδιά ζούνε εδώ. Δεν υπάρχει οικογένεια. Πως όλοι οι γονείς είναι υποχρεωμένοι από μικρά να τα παραδίδουν εκεί. Ότι τα ζευγάρια δεν έχουν την έννοια που εμείς ξέρουμε. Ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινες σχέσεις. Δεν υπάρχουν φίλοι και συγγενείς. Ότι τα ζευγάρια ζούνε μαζί για εξοικονόμηση χώρου. Ότι οι ερωτικές ακόμη σχέσεις είναι άγνωστες σ’ αυτή την κοινωνία. Προσωπικές απολαύσεις δεν υπάρχουν, ούτε μαγαζιά εστίασης να συναθροίζονται.
Φεύγοντας από αυτό το κτίριο, κάπου παρατήρησα πως δεν υπήρχαν καταστήματα τροφίμων. Παρά μόνο κάποιου τύπου καταστήματα που ο καθένας ψώνιζε τα τρόφιμα που ήθελε χωρίς να πληρώσει. Αυτό που παρατήρησα ήταν πως και τα τρόφιμα που ψώνιζαν δεν ήταν σαν τα δικά μας. Έμοιαζαν σαν αυτά τα πλαστικά φρούτα και λαχανικά που διακοσμούμε τις φρουτιέρες μας. Συνεχίζοντας να περπατώ με θερμοκρασία που θύμιζε καλοκαιρινό καιρό, άρχιζε να νυχτώνει. Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος σαν να ερχόταν από παντού. Αν και δε μ’ ενόχλησε ο θόρυβος, είδα τους ανθρώπους να γονατίζουν και να κρατούν τα αφτιά τους υποφέροντας και να μεταμορφώνονται τα πρόσωπά τους στην ίδια αποκρουστική κατάσταση, βγάζοντας αυτές τις απαίσιες κραυγές. Η ίδια φωνή μου είπε πως αυτή η ασχήμια που βλέπω είναι οι ψυχές των ανθρώπων. Είναι ο ξεπεσμός της ανθρώπινης ψυχής που την παρέδωσαν με αντάλλαγμα την ειρήνη και την ευημερία. Που γονάτισαν και υπέκυψαν θυσιάζοντας την ίδια τους τη φύση. Θυσίασαν την ελευθερία τους για τις ανέσεις. Έφτιαξαν μια κοινωνία ρολόι με άπειρα γρανάζια χωρίς συναίσθημα. Όπως κάθε κρεμαστό ρολόι που περιμένει το χέρι που θα το σταματήσει. Έτσι θα γίνει και τώρα. Θα βιώσουν τη γύμνια. Καθρέφτες θα γίνουν οι ίδιοι να δούνε την ασχήμια τους.
Και το ρολόι αυτό, σταματημένο απ’ το χέρι, έμεινε ένα δευτερόλεπτο πριν το μηδέν. Κι όταν ευθυγραμμίστηκαν οι δείκτες του τα πάντα σιώπησαν. Όλοι οι άνθρωποι γύρω μου προσπαθούσαν να συνέλθουν απ’ το κακό που τους βρήκε. Από το βάθος του ορίζοντα φαινόταν ο ουρανός να ξημερώνει και γνώριζα πως αυτό δεν ήταν ανατολή του ηλίου. Το φως όλο και δυνάμωνε σε σημείο που τα μάτια μου αδυνατούσαν ν’ αντισταθούν και τα έκρυψα με το βραχίονά μου. Το ίδιο συνέβαινε και στους ανθρώπους. Κατά την κορύφωση, είδα από τους ανθρώπους να αποβάλλεται η μορφή τους όπως ένα ρούχο που το παίρνει ο αέρας. Ήταν κάτι άλλο, αποκρουστικό. Με ανθρώπους όμως δεν έμοιαζαν. Μαζί με τη μορφή τους εξαφανίστηκαν τα πάντα. Όλες οι υποδομές. Μόνο αυτοί έμειναν. Είδαν τη γύμνια τους και ντράπηκαν. Μάταια προσπαθούσαν να βρούνε ρούχο, ή αιχμή να κρυφτούν. Έβλεπαν τα πόδια τους, τα χέρια και το σώμα τους σε άσχημη μορφή και απορούσαν. Αντίκρισαν ο ένας τον άλλο και τρόμαξαν. Επιτίθονταν ο ένας στον άλλο από φόβο.
Ένιωσα κάποιο χέρι να με τραβάει σαν να μην ήθελε να δω άλλη ασχήμια. Σαν να μην ήθελε να δω τι θα επακολουθούσε. Μήπως ήθελε να δω τις εικόνες μετά το φως; Είδα το φως στα μάτια μου να σιγοσβήνει δίνοντας τη θέση του στο σκοτεινό μου δωμάτιο.
Σίγουρα όλα όσα περιέγραψα δεν έχουν ποιητική χροιά. Θα ήταν αδύνατον να προσθέσω λέξεις και εκφράσεις για να ομορφύνω εικόνες που μόνο καλές δεν είναι. Έγραψα κάτι που είδα στον ξύπνιο μου. Αναρρωτιέμαι αν όλες αυτές οι λεπτομέρειες ήταν παιχνίδια του μυαλού μου η κάτι άλλο. Τις ένιωσα. Ένιωσα την αγωνία, την ένταση, τη λύπη. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν στο κόκκινο. Τρόμαξα από την ένταση και τη βιαιότητά τους. Λυπήθηκα και απογοητεύτηκα γιατί όλα αυτά μου φάνηκαν σαν μια φυσιολογική ροή πραγμάτων. Φυσικά και είδα μετά το φως τι συνέβη. Δεν είναι δύσκολη η περιγραφή τους, είναι δύσκολες οι στιγμές που υπάρχουν εκεί. Γιατί οι εικόνες εκεί είναι απείρως σκληρότερες και απείρως καλύτερες. Η εναλλαγή από τον πάγο στη φωτιά και το αντίστροφο απαιτεί το δοχείο που λέγεται ψυχή να μη ραγίζει και να μη σπάει από τις εναλλαγές αυτές. Το δοχείο αυτό πρέπει να έχει μεγάλη χωρητικότητα συναισθημάτων. Θέλει να είναι από υλικό του οποίου μόνο η αγάπη και η υπομονή πληρούν αυτές τις προδιαγραφές. Ας μείνει σαν ένα μυθιστόρημα όλο αυτό και ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΙΔΑ να μείνουν μόνο στα δικά μου μάτια.
Δημήτρης Ντούρος
Post Views: 2