Το μαγερειό

Σε κάτι υπόγεια μαγειρεία, χωμένα στο κέντρο της Αθήνας, λίγο σκοτεινά, λίγο παρακμιακά, ανεπιτήδευτα ρετρό, που διατηρούν τη γνησιότητα των περασμένων χρόνων, που δεν επιδόθηκαν ποτέ στον εκμοντερνισμό, εκτελούνται κάτι λιτές συνταγές.
 
Το μενού απλό: πατάτες τηγανισμένες στο γκάζι, λίγο τυρί, λίγες ελιές. Γεύσεις που θυμίζουν εκείνη την αυλή με τα ασπρόμαυρα πλακάκια. Βασιλικό και δυόσμο στις γλάστρες και έπειτα στον κιμά και έπειτα στον ουρανίσκο και έπειτα στην καρδιά κι από ‘κει στη μνήμη…
 
Παραγγέλνεις και παρατηρείς τα κρεμασμένα αλλαντικά και τις λιαστές ντομάτες, τα τυριά και τα παξιμάδια με το σκόρδο. Τους καημούς που ξεχειλίζουν από το ποτήρι ενός μοναχικού στο διπλανό τραπέζι, το βουβό κλάμα της μαγείρισσας που ετοιμάζει μια σαλάτα, τον ήχο του μαχαιριού που κόβει μια ντομάτα που μοιάζει με καρδιά λαβωμένη όλως τυχαίως, ζευγάρια υπογείων ερωτών λίγο παραδίπλα.
 
«Μπορεί να το ‘χουν πλανέψει ακρογιαλιές, δειλινά και σκλαβωμένη, για πάντα, κρατούνε τη δόλια καρδιά», ακούγεται από ένα ράδιο εποχής.
 
Εκεί… Εκεί, σε εκείνο το μαγερειό… Εκεί που ένα κράμα ανθρωπίνων σπαραγμών, χαρών, δακρύων, γέλιων και λόγων που βγαίνουν από στόματα ή θάβονται για πάντα κάτω από γλώσσες μαζί με γεύσεις πικάντικες ή πικρές, ζυμώνονται έντεχνα με τις συνταγές του ταβερνείου και χορταίνουν τις ψυχές ανθρώπων σημαδεμένων. Ανθρώπων βασανισμένων. Ανθρώπων ερωτευμένων. Ανθρώπων.
 
Εύα Κοτσίκου 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *