Ένας ευαίσθητος άνθρωπος
Καταγόταν από ένα ορεινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας και ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας Δελλή. Πρώτη ήταν η αδελφή του η Βασιλική που έσπευσαν οι γονείς του να της τα δώσουν σχεδόν όλα για να καλοπαντρευτεί. Μετά ήταν ο Λουκάς που πέρασε από τους πρώτους στην ιατρική Αθηνών και που και αυτός πήρε ότι είχε απομείνει για να σπουδάσει. Το τελευταίο παιδί ήταν ο Αριστείδης, αυτός ήταν μικρότερος έξι χρόνια από τον αδελφό του και αισθανόταν σαν να μην υπήρχε.
Οι γονείς του και τα μεγαλύτερα αδέλφια είχαν πάντα άλλες προτεραιότητες και δεν τον συμπεριελάμβαναν. Στην αρχή ήταν ο γάμος της Βασιλικής και μετά οι σπουδές στην Αθήνα του μεγάλου αδελφού και μετά κάτι άλλο και αυτό συνεχιζόταν. Ο αδελφός του ο γιατρός και η αδελφή του ήταν πάντα τα καμάρια για την μητέρα και τον πατέρα του. Ο Αριστείδης ένιωθε πάντα λίγος , μόνος και πικραμένος και έβλεπε πως κανένας δεν καμάρωνε γι αυτόν. Ούτε και κανένας έδειχνε την παραμικρή διάθεση να ασχοληθεί έστω και λίγο μαζί του.
Όταν πήγε στο δημοτικό δεν σκέφτηκε κανείς να κάτσει δίπλα του για να του δείξει έστω πώς να κρατάει το μολύβι. Ο μικρός Αριστείδης πάλευε να φτιάξει ομοιόμορφα γραμματάκια για να τα δουν αλλά κανένας δεν τα πρόσεχε. Ο πατέρας του ενώ είχε βοηθήσει τα πρώτα του παιδιά να προσαρμοστούν στο σχολείο, γι αυτόν αδιαφορούσε. Η μητέρα του έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει γιατί δεν είχε τελειώσει το δημοτικό. Οι γονείς του έδειχναν αδιάφοροι, ίσως όμως και να πίστευαν ότι θα τα καταφέρει χωρίς την βοήθεια τους. Ο Αριστείδης ήταν ένα ακόμα παιδί σε δυσλειτουργική οικογένεια που είχε πάρει από νωρίς το πικρό μάθημα της έλλειψης αποδοχής. Η ζωή του συνεχίστηκε με τον ίδιο απαράλλακτο τρόπο.
Τελειώνοντας το λύκειο γράφτηκε σε μια σχολή μηχανικών αυτοκίνητων όπου σπούδαζε και δούλευε παράλληλα. Βλέπεις τα χρήματα της οικογένειας δίνονταν στο μεταπτυχιακό του Λουκά και στην ανέγερση μονοκατοικίας για την Βασιλική. Με συνεχή και επίπονη προσπάθεια τέλειωσε την σχολή και μετά και το στρατιωτικό του. Στην πορεία δούλεψε σαν υπάλληλος σε διάφορα συνεργεία και μετά από τρία χρόνια, πήρε ένα δάνειο και άνοιξε ένα δικό του μικρό συνεργείο. Μετά από ένα χρόνο κατάφερε και μετακόμισε σε ένα δικό του σπίτι. Οι γονείς του όταν έφυγε ξαφνιάστηκαν λίγο αλλά και πάλι δεν ασχολήθηκαν περισσότερο.
Απομακρύνθηκε από την οικογένεια και συνειδητοποίησε πως είχε καταχωνιάσει μέσα του πράγματα που έπρεπε να διερευνηθούν. Όλα αυτά τα χρόνια σιωπούσε γιατί προτιμούσε να είναι ήρεμος από το να διεκδικεί το δίκιο του. Πίστευε ότι ήταν πιο σημαντικό να διατηρεί την υποτιθέμενη καλή σχέση με την οικογένεια από τις οποιεσδήποτε πιθανές ρίξεις ανάμεσα τους. Έτσι πότε δεν εξέφρασε σε κανέναν το παραμικρό παράπονο, δεχόταν αναντίρρητα ότι συνέβαινε ενώ η θλίψη μέσα του, ολοένα και τον έπνιγε. Εξελίχτηκε σε ενοχική προσωπικότητα και για ότι κακό του συνέβαινε ένιωθε ότι έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί αυτό του άξιζε. Ο Αριστείδης εμφανισιακά έδινε την εντύπωση δυναμικού ανθρώπου αλλά ήταν το εντελώς αντίθετο. Ένιωθε συνεχώς άβολα αισθανόταν μπερδεμένος, θλιμμένος και μόνος. Στις σχέσεις του με τους άλλους επαναλάμβανε άθελα του το μοντέλο που είχε ζήσει με την οικογένεια του και κατέληγε να νιώθει και πάλι δυστυχής. Ούτε με τις γυναίκες τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, αυτές καταλάβαιναν αμέσως ότι είναι άνθρωπος υπομονετικός και προσπαθούσαν να τον χειραγωγήσουν.
Η ζωή του δεν καλυτέρευε, γινόταν ολοένα και χειρότερη και δεν γνώριζε πώς να την αλλάξει. Λαχταρούσε να διώξει την λύπη και την ένοχη αλλά περισσότερο από ένστικτο παρά γιατί είχε βιώσει θετικά συναισθήματα.
Ο καιρός περνούσε χωρίς να γίνεται κάτι ουσιαστικό στη ζωή του. Είχαν συμπληρωθεί κιόλας πέντε χρόνια από την στιγμή που άνοιξε το συνεργείο και όλες οι μέρες ήταν πάντα το ίδιο συνηθισμένες και άδειες. Μια μέρα όμως έγινε κάτι διαφορετικό, μια νεαρή πελάτισσα η οποία ήταν ψυχοθεραπεύτρια πήγε το αμάξι της για επισκευή. Η κοπέλα ήταν πολύ ευγενική και φιλική και ο Αριστείδης που δεν ανοιγόταν, κατάλαβε ότι μπορούσε να μιλάει μαζί της, έτσι ζήτησε την βοήθεια της. Μιλώντας για αυτόν και εμβαθύνοντας στο εσωτερικό πληγωμένο παιδί , άρχισε γρήγορα να αντιλαμβάνεται τις αιτίες των προβλημάτων του.
Η θεραπεία άμεση, ξεφορτώθηκε τις ένοχες, έγινε συμπονετικός με τον εαυτό του και τελικά έφτασε σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Η φίλη και ψυχοθεραπεύτρια του, τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να συνεχίσει και χωρίς την βοήθεια της. Είχε λύσει τόσα πολλά σε αυτό το διάστημα που τώρα ένιωθε επιτέλους χαρούμενος. Ήθελε τόσο πολύ να διεκδικήσει μια νέα ζωή και μια ισότιμη ερωτική σχέση αποφεύγοντας παλιές πρακτικές και βιασύνες . Ο Αριστείδης είναι αποφασισμένος να ζήσει ευτυχισμένος και δεν θεωρεί πια την ευαισθησία του εμπόδιο. Είναι σίγουρος ότι θα υπάρξει εκείνο που θα του ταιριάζει και που δεν θα του αφήσει χρόνο για να το σκεφτεί παρά μόνο να το ζήσει.
Παρασκευή Φωτοπούλου