Αιχμάλωτος της καθημερινότητάς μου

-«Καλώς ήρθες! Να ετοιμαστώ για συζήτηση;» Με ρώτησε παιχνιδιάρικα το μυαλό μου.

Εγώ χαμογέλασα και έγνεψα καταφατικά. Είναι πάλι μια από αυτές τις μέρες που πνίγομαι μέσα στην ελευθερία που μου έχει δοθεί.

-«Κάθισε σε μια καρέκλα.» Με παρακίνησε.

Το δωμάτιο σκοτεινό. Στο ταβάνι μια λευκή λάμπα προσπαθεί να ποτίσει με χρώματα το ατελείωτο σκοτάδι. Πού και πού τη βλέπω, τρεμοπαίζει, σαν να δίνει μια μάχη δύσκολη. Κάπου στη μια πλευρά του δωματίου έχει ένα τετράγωνο τραπεζάκι. Επάνω του ένα μικρό βάζο με ένα μοναχικό γαρίφαλο. Όλες οι ελπίδες μου μετατρέπονται σε φως. Φως που η λάμπα ρίχνει στη μάχη κατά του σκοταδιού. Αυτό το φως όμως, έχει και ένα δεύτερο σκοπό. Κρατάει το λουλούδι ζωντανό. Όλα τα όνειρά μου γίνονται νερό και λίγο-λίγο δροσίζουν και τρέφουν τις ρίζες του λουλουδιού.

Από τις τέσσερις καρέκλες που πλαισιώνουν το τραπέζι, βρίσκω τη μια που φαίνεται σε καλύτερη κατάσταση. Τη σκουπίζω να φύγει η σκόνη που ξεκίνησε να συλλέγεται επάνω. Έπειτα, καθώς την τοποθετώ κοντά στο μυαλό μου, κάθομαι.

Το μυαλό, διάλεξε να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού του. Ένα μονό κρεβάτι, με λευκά σεντόνια και πάπλωμα γεμάτο αστέρια. Το κρεβάτι φαίνεται στιβαρό. Αν και όταν κάθεται το μυαλό τα ελατήρια παραπονιούνται λίγο.

-«Άντε, ξεκίνα!» Μου λέει το μυαλό με ανυπομονησία.

-«Γεμίσαμε πάλι κρούσματα. Δεν μπορώ να πάρω τη μηχανή να βγω μια βόλτα.» Του λέω με κατσουφιασμένο πρόσωπο.

Το δεξί φρύδι του μυαλού σηκώνεται γεμάτο απορία.

-«Δεν πειράζει, μπορείς να πεταχτείς να δεις την οικογένειά σου. Έχεις καιρό να τους δεις.»

-«Δε γίνεται, ο αδερφός μου έχει αυτήν την καινούργια αρρώστια. Άσε μην κολλήσουμε τίποτα.» Απαντάω βιαστικά.

Πώς να κρυφτώ από το μυαλό; Το πρόσωπό του μαρτυρούσε ότι ήξερε τι έκρυβα πίσω από τις λέξεις.

-«Έχεις κι άλλους συγγενείς. Πάνε σε αυτούς.»

-«Καλά, πλάκα κάνεις; Και αν το κολλήσω από αυτούς;»

Το μυαλό με κοίταξε πονηρά. Αυτή τη στιγμή εγώ και το μυαλό παίζαμε δύο διαφορετικά παιχνίδια. Εγώ πάλευα να βρω δικαιολογίες. Αλλά το μυαλό έπαιζε σκάκι και προσπαθούσε να κάνει Ρουά-Ματ.

-«Βγες να περπατήσεις. Μην πας μακριά. Κάπου κοντά, ώστε άμα δυναμώσει η βροχή να γυρίσεις.»

-«Το σκέφτηκα, αλλά χάλασε και ο καιρός. Από εχθές. Καμιά τρεις – τέσσερις μέρες έτσι θα πάει.»

-«Κάλεσε κανέναν υγιή φίλο σου στο σπίτι. Θα καθίσετε στον καναπέ, θα δείτε ταινίες και μπορείς να παραγγείλεις να φάτε κιόλας.»

-«Καλά, με τέτοιο καιρό θα ταλαιπωρώ τον ντελιβερά; Δε γίνεται, πάει κόντρα στις αρχές μου.» Το μυαλό μου άρχισε να γελάει. Το γέλιο τόσο δυνατό, μα και τόσο ειλικρινές ταυτόχρονα.

-«Τα παρατάω. Δεν παίζεσαι. Ό,τι και να πω θα βρεις μια χαζομάρα να απαντήσεις.»

Πρόσεξα ένα δάκρυ να κυλάει από το μάτι του και να το σκουπίζει με το μάλλινο μανίκι του. Είχα καιρό να το δω να ρίχνει δάκρυα χαράς. Με το άγχος, τη δουλειά, τις σχέσεις και γενικότερα όσα με απασχολούσαν τελευταία, δεν είχα προλάβει να μιλήσω καθόλου μαζί του.

Μετά από λίγες στιγμές κατάφερε να ξαναβρεί την ανάσα του. Άφησε μερικές στιγμές ακόμα για να ηρεμήσει. Έπειτα, έσκυψε προς το μέρος μου. Με ακούμπησε απαλά στον ώμο και μου είπε με απαλή φωνή.

-«Έλα, άσε τις σαχλαμάρες και πες μου. Τι σε απασχολεί;»

Πήρα μια βαθιά ανάσα. Έτριψα με το χέρι γρήγορα το μαλλί μου, που τώρα πετούσε δεξιά και αριστερά ακανόνιστο. Έπειτα, χαμήλωσα το χέρι στον αυχένα μου και ξεφύσηξα.

-«Δεν ξέρω! Βαρέθηκα τη μονοτονία. Την καραντίνα. Τον κακό καιρό. Τα πάντα. Προχωράω κάθε μέρα. Κάνω ένα βήμα μπροστά, μα σήμερα γύρισα και κοίταξα πίσω και ξέρεις τι είδα;»

-«Τι;» Ρώτησε γεμάτο απορία.

-«Περπατάω, μα έχω μείνει στάσιμος. Το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρω τι φταίει.»

Έβλεπα μέσα στα μάτια του τη συμπόνια, την κατανόηση μα και την αγάπη. Με ένα απαλό χτύπημα στον ώμο, μα και χαμόγελο στα χείλη, μου έδειξε την ξύλινη πόρτα της εξόδου και μου είπε:

-«Σήκω, πάρε τα πράγματά σου και πάνε μια βόλτα.»

-«Αυτή είναι η απάντησή σου; Πάνε μια βόλτα στη βροχή και όλα καλά;» Τον ρώτησα έντονα μπερδεμένος.

-«Ναι.» Αποκρίθηκε.

-«Δεν μπορώ να καταλάβω τι θα αλλάξει αν το κάνω αυτό. Δε βγάζει νόημα.»

Τότε το μυαλό, με κράτησε λίγο πιο σφιχτά για να σταματήσει το παραλήρημά μου. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να μιλήσει απευθείας στην ψυχή μου και μου απάντησε.

-«Σου λείπει κάτι. Ψάχνεις για κάποιο νόημα, κάποιο σκοπό και δεν ξέρεις τι είναι αυτό που ψάχνεις. Λοιπόν, ούτε εγώ ξέρω.»

Κοίταξα το μυαλό γεμάτος απορία. Μα πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου συμπλήρωσε:

-«Αυτό που ξέρω όμως, είναι ότι, αυτό που ψάχνεις δε θα το βρεις εδώ και σίγουρα δε θα το βρεις αν μείνεις κλεισμένος μέσα. Βγες, κάνε πράγματα που δεν έχεις ξανακάνει. Κυνήγησε να κάνεις αυτά που τόσο καιρό αρνήθηκες.»

Πήρε μια ανάσα και έκλεισε λέγοντας:

-«Μην αφήνεις την καθημερινότητα να σε τρώει ζωντανό. Αφού οι επιλογές σου μέχρι σήμερα σε άφησαν μισό. Ψάξε την ολοκλήρωση σε δρόμους που απαρνήθηκες και δε βάδισες ποτέ.»

Γιώργος Χατζηκυριάκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *