Ο Πίνακας
Της Λευκοθέας Μαρίας Γκολγκάκη
Οι άνθρωποι έχουμε συχνά την τάση να αναπολούμε με ζέση το παρελθόν, σε μία προσπάθεια να αναβιώσουμε στιγμές, γεγονότα, ανθρώπους που ανήκουν σε κάποια άλλη περίοδο της ζωής μας. Σε κάνει να αναρωτιέσαι, ήταν τόσο πολύ καλύτερα τα πράγματα εκεί πίσω, ή επικρατεί η επιθυμία να ωραιοποιούμε πρόσωπα και καταστάσεις, παραλείποντας τα κακώς κείμενα και κρατώντας μονάχα τις καλλιγραφίες ανάμεσα στις μουντζούρες; Σε μια άλλη, επίσης συχνή περίπτωση, το παρελθόν έρχεται ξανά στη θύμησή μας σαν κακό όνειρο, σαν εφιάλτης που δεν μπορούμε να βγούμε από αυτόν. Προσπαθούμε να απαγκιστρωθούμε αλλά είναι βαρίδι που μας κρατάει κάτω.
Ο καλλιτέχνης πάντα ο ίδιος, ο καμβάς εκεί και οι στιγμές καταγράφονται με χρώματα έντονα. Κόκκινο, μπλε, πράσινο, κίτρινο, ροζ αλλά και πολύ μαύρο που σαν όμως περάσει ο καιρός και βγει ο πίνακας από τη σκονισμένη σοφίτα, στην πραγματικότητα, τα χρώματα έχουν ήδη ξεθωριάσει. Για κάποιο λόγο ωστόσο, εμείς επιμένουμε να διατηρούμε ζωντανές στο μυαλό μας, μονάχα τις αποχρώσεις που επιλέγουμε, αρνούμενοι να αποδεχτούμε πως κάθε μία από αυτές ξεχωριστά έχει χάσει τη λάμψη της. Αυτό εξάλλου προκαλεί το πέρασμα του χρόνου. Θαμπώνει τα πάντα και η γυαλάδα φεύγει από όλα τα χρώματα ακόμη και από το μαύρο. Η μόνη περίπτωση να γίνει το αντίθετο είναι να παλέψει ο καλλιτέχνης να τα διατηρήσει ζωντανά, χρησιμοποιώντας όσα μέσα διαθέτει.
Θέλει τόλμη να παραδεχτούμε πως μια δημιουργία μας έκανε πια τον κύκλο της. Όποια διαδρομή και να ακολούθησε, τώρα είναι καιρός για καινούρια πινέλα, φρέσκες μπογιές και έναν άλλον καμβά που και αυτός με τη σειρά του πρέπει να κρεμαστεί και ναι, να εξακολουθεί να υπάρχει. Όχι να διαφεντεύει όμως. Μπορεί να δημιουργήσαμε ένα αριστούργημα ή ένα κακοτέχνημα. Ο,τιδήποτε και να ήταν αυτό, ήταν δικό μας. Υπήρξε μέρος της ζωής μας. Το αγκαλιάζουμε, το αποδεχόμαστε και το αφήνουμε πίσω μας, να μας θυμίζει πως είμαστε ικανοί για τα πάντα.