Δώδεκα μικρά Ευαγγέλια
Την ερωτεύτηκα ακαριαία. Ναι ίσως αυτή να είναι η σωστή λέξη, ακαριαία. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο, κανένας δρόμος διαφυγής.
Προσπάθησα πολλές φορές να τραβήξω το βλέμμα της, να κλέψω για λίγο το ενδιαφέρον της. Μάλλον δεν ήξερα τον τρόπο. Όλες οι προσπάθειες που έκανα, έπεφταν μια μια στο κενό. Σαν ντόμινο, ένα πράγμα. Ήμουνα ένας απλός γνωστός και αυτό μάλλον θα παρέμενα.
Μέχρι που αποφάσισα να κάνω το βήμα. Αποδέχτηκε την πρόσκλησή μου για καφέ. Ίσως από ευγένεια. Ίσως από περιέργεια, δε μπορώ να πω με σιγουριά. Ίσως γιατί ήξερε μέσες άκρες πως ήμουν καλό παιδί και πως καμία περίπτωση να κινδύνευε από εμένα δεν υπήρχε. Ούτε μια στο εκατομμύριο. Είχα πετάξει στα σύννεφα από τη χαρά μου. Έμοιαζα θα λέγε κανείς με πουλί που ζούσε στο κλουβί και μια μέρα ξαφνικά του χάρισαν έναν ολόκληρο ουρανό.
Έφτασε η μέρα που την είχα επιτέλους απέναντί μου. Χάθηκα μέσα στο μαύρο των ματιών της. Μια μαύρη θάλασσα τόσο παράξενα όμορφη, τόσο μυστήρια και πλανεύτρα. Απόλαυσα τον καφέ μου γουλιά γουλιά όπως απόλαυσα και την κουβέντα μου μαζί της. Ρουφούσα τις λέξεις της λες και ήμουνα σφουγγάρι. Τις σιωπές και τις παύσεις της. Το λακάκι που σχηματιζόταν στο αριστερό της μάγουλο κάθε που χαμογελούσε.
Σε μια στιγμή θάρρους, έβγαλα από τη τσάντα μου ένα τετράδιο και το άφησα μπροστά της. «Είναι για σένα Εύα», της είπα, ενώ ένα αμήχανο χαμόγελο πήρε τη θέση του στο πρόσωπό μου. Την είδα να ανοίγει το τετράδιο με περιέργεια. Ξεκίνησε να διαβάζει την πρώτη σελίδα. Ένιωσα στο πετσί μου την αμηχανία της. Κρύος ιδρώτας είχε αρχίσει να λούζει το δικό μου το κορμί. Τα μάτια της έτρωγαν λαίμαργα τα γραφόμενα μου. Από τη μια ήθελα να ανοίξει η γη και να με χώσει μέσα της και από την άλλη ήμουν ευτυχισμένος που η κοπέλα διάβαζε επιτέλους τους στίχους μου. Ήταν η μούσα μου. Ο έρωτας μου. Όλα όσα ήθελα να της πω και δεν τολμούσα βρισκόταν μέσα σε εκείνο το μικρό δερματόδετο τετράδιο.
Άρχισε να γυρίζει μια μια τις σελίδες. «Υπάρχουν δώδεκα ποιήματα», μου είπε κοιτάζοντας με στα μάτια. «Υπάρχουν δώδεκα μικρά Ευαγγέλια που τα έγραψα για σένα», ψέλλισα. Σηκώθηκα από τη θέση μου λες και με χτύπησε κεραυνός. Άφησα στο τραπέζι τα χρήματα για τους καφέδες. Την κοίταξα για τελευταία φορά μέσα στα μάτια. Δεν περίμενα ούτε ήλπιζα να μου πει «μείνε». Με τίποτα δεν ήθελα να την φέρω σε δύσκολη θέση. Δεν επιθυμούσα τον οίκτο της. Γνώριζα πως μπορεί να ήμουν μεν «το καλό παιδί», αλλά από την άλλη, δεν ήμουν στα μέτρα της. Χωρίς αμφιβολία καμιά, της άξιζε κάποιος καλύτερος από εμένα. Αυταπάτες δεν είχα ούτε σε θαύματα πίστεψα ποτέ μου.
Έφυγα με τα χέρια μου στις τσέπες και το κεφάλι ψηλά, χωρίς να κοιτάξω στιγμή πίσω μου.
Ιωάννα Πιτσιλλή