Οι λύκοι της ψυχής μου

Είμαι ένας λύκος. Ξεκάθαρα, είμαι, με όλα τα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει ένας λύκος. Και σιγά σιγά βλέπω ότι οι λύκοι γινόμαστε όλο και πιο πολλοί και η αγέλη μεγαλώνει. Πως; Και τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει πως κάποιος αφιέρωσε λίγο από το χρόνο του, που για όλους μας είναι τόσο περιορισμένος πια, για να σταματήσει το δικό του δρομολόγιο, να κάνει μια στάση στο δικό μου κόσμο και να κοιτάξει μέσα μου.

Δε χρειάζονται εξηγήσεις, ίσως και καθόλου λογία. Οι όμοιοί σου, οι “λύκοι” της αγέλης σου, αμέσως θα σε ξεχωρίσουν ανάμεσα στο πλήθος, ακόμη και τις πιο σκοτεινές νύχτες. Τις νύχτες αυτές, που ενώ δεν έχει καθόλου φεγγάρι παραπατάς μέσα στο σκοτάδι. Θα σε αναγνωρίσουν από τα χνάρια σου, από το ίδιο ουρλιαχτό τις νύχτες που έχει σελήνη, έτσι από ένστικτο! Θα βαδίσουν και θα έρθουν κοντά σου ακόμη και αν ανάμεσά σας υπάρχουν χίλια εμπόδια, γιατί γουστάρουν να προχωράτε δίπλα δίπλα ακόμη και αν δεν κρατάτε τα χέρια. Έτσι, απλά και μόνο ώστε τα χνάρια σας να συμπορεύονται και οι καρδιές σας να αγκαλιάζονται.

Είστε πια οικογένεια. Όχι εξ’ αίματος, αλλά είστε. Άρρηκτα δεμένοι, ταυτισμένοι. Τώρα όλους τους υπόλοιπους… Αυτούς, τους μη συμβατούς με εσένα, και μια ζωή να τους εξηγείς γιατί η γούνα σου έχει χρώμα μαύρο και η φωνή σου είναι μπάσα, πάλι δε θα καταλάβουν λέξη. Είναι αυτοί που με ευκολία το άγνωστο για θα το ονομάσουν παράξενο στην καλύτερη των περιπτώσεων, και στη χειρότερη θα καταφύγουν στην εύκολη λύση καταγράφοντας μια λίστα γεμάτη επίθετα κάνοντας τους προφέσορες και τους παντογνώστες και θα σ’ την κολλήσουν στη μούρη με την ευχή να σε κάνουν να τους πιστέψεις.

Καμιά σωτηρία δεν υπάρχει. “Πού να εξηγώ, τι κατά βάθος είμαι εγώ”, λέει και ο Βαρδής. Λες ένα “ναι” και ο καθένας ό,τι κατάλαβε. Αυτή είναι η ζωή για τους λύκους. Προχωρούν σταθερά στο δρόμο που χάραξαν χωρίς να κοιτάζουν δεξιά, αριστερά και κυρίως πίσω με τους όμοιούς τους. Με αυτούς που αλληλοεπέλεξαν και ορκίστηκαν σιωπηλά πίστη ο ένας στον άλλον. Με αυτούς που μιλάνε την δια γλώσσα ακόμη και όταν δεν μιλάνε. Ιδίως τότε.

Ελένη Καρβουνάρη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *