2 Οκτωβρίου 2022
Share

Το φευγιό

 
Δε θυμάμαι από πότε ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Μάλλον θα’ τανε… Η πρώτη επίσημη έξοδός της… ή μήπως και πιο πριν; Εννέα μήνες κρυμμένη στη μήτρα και μετα… με το πρώτο φως, πριν καλά καλά μάθει να περπατά, άρχισε το κακό. Θα ήταν – δε θα ήταν χειμωνας; Γενάρης, ναι χειμώνας ήταν!
 
Είχε μπει το κρύο για τα καλα. Έξω φύσαγε, λυσομαννούσε ο αγέρας. Όλοι θυμάμαι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους να ζεσταθούν και αυτη; Άρπαξε πάλι το πεταμένο, όπως πάντα και όχι τυχαία, δερμάτινο από την καρέκλα και βγήκε και πάλι στους δρόμους. Μήτε αγέρα λογάριαζε, μήτε αστραπές, μήτε το Θεό τον ίδιο που βροντούσε.
 
Εκεί, μες τη βροχή να μετράει βήματα, και να’ ναι όλα πολλά στο πλήθος, για να μεγαλώνει έτσι τις αποστάσεις και να ημερεύει το μέσα της. Κανείς τους δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό το θεριό που την καταδυνάστευε. Πίστευαν όλοι πως με τον καιρό θα ημέρευε, μα απλώς αυτό κοιμόταν για ένα, για δύο, για τρία, για δεκατρία χρόνια κι ύστερα πάλι…. Ξυπνούσε μια καλή ημέρα και βάραγε ο συναγερμός. “Σήκω! Πάμε!”, φώναζε μέσα στα αυτιά της και ο ήχος αυτός δεν έλεγε να σταματήσει μέχρι να πάρει και πάλι τη βαλίτσα στο χέρι και να βγει στους δρόμους.
 
Χρόνο με το χρόνο, ζωή με τη ζωή, το θεριό θέριευε, οι φωνές πολλαπλασιάζονταν και τα δρομολόγια πλήθαιναν. Είχε γυρίσει τον κόσμο όλο, με ενα δερμάτινο σακάκι πότε στο χέρι, ποτε στον ώμο, πότε κατάσαρκα. Είχε λιώσει με τα χρόνια και αυτό. Κι ύστερα; Ποιος ξέρει; Η αλήθεια είναι ότι όσοι τη συνάντησαν σε αυτή τη ζωή την έψαξαν, μα κανείς τους δεν μπόρεσε να τη βρει.
 
Ελένη Καρβουνάρη
 
 
 
 
 

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει