29 Ιανουαρίου 2023
Share

…για να επιβιώσω

Post Views: 3

Η Ευσταθία μπήκε προσεκτικά στο δωμάτιο. Δεν ήθελε επ’ ουδενί να τον ξυπνήσει. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Το πρόσωπο άγγιχτο, παγωμένο, στραμμένο προς το ταβάνι. Τα χέρια ακουμπημένα στα πλαϊνά. Εκεί που έπρεπε το καθένα. Τα πόδια ευθεία και κολλητά. Τα σεντόνια τεντωμένα. Καμία ζάρα. Ούτε πιέτα, ούτε σούρα. Μα δεν κουνήθηκε διόλου; Δεν άλλαξε ούτε πλευρό; Ίσως να τον φρόντισαν λίγο πριν έρθει εκείνη. Λες να πέθανε; Όχι. Όχι. Δεν έπρεπε με τίποτα να πεθάνει. Δεν έπρεπε να τους το κάνει αυτό με τίποτα. Θα ήταν σκέτη προδοσία. Της είχε ορκιστεί ότι δεν πρόκειται να πεθάνει. Του είχε εξηγήσει το λόγο που επέβαλλε να ζει.

Εχθές το μεσημέρι τον είχε δει για τελευταία φορά. Είχε ανοίξει προσεκτικά την πόρτα, είχε καθίσει δίπλα του, είχε φωλιάσει το χέρι του στις χούφτες, τού είχε χαϊδέψει τα μάγουλα, τα μάτια, το μέτωπο, τα μαλλιά, είχε σκύψει στο αριστερό αυτί από την πλευρά που είναι το παράθυρο. Του είχε ψιθυρίσει για άλλη μια φορά το λόγους που είναι αναγκαίο να ζει. Να μην πεθάνει. Έξω από το δωμάτιο ηχούσαν οι τροχοί από τα καρότσια που έξυναν το μωσαϊκό, άνθρωποι μιλούσαν δυνατά, έδιναν εντολές, κατσάδιαζαν ο ένας τους τον άλλο. Πολυλογία, σάλος, πανικός και πιάτα να τσουγκρίζουν. Κάθε μέρα την ίδια ώρα τον επισκέπτονταν. Κι εκείνος την περίμενε. Άλειφε τα χέρια τους με λίπος που έφερνε κρυφά από την κουζίνα, του έκανε εντριβές στα χέρια και στα πόδια, τον γυρνούσε στο πλάι. Πρώτα στα δεξιά. Έχωνε τα χέρια κάτω από τη φανέλα. Μετά στα αριστερά. Πάλι το ίδιο. Του έκανε μαλάξεις στις φτέρνες, στους αγκώνες, στα σφυρά, στην ωμοπλάτη που είχε μοβ μώλωπες από την ακινησία. Του άλειφε κόκκινο ιώδιο στις χαρακιές, τις πληγές που έσταζαν αίμα και πύο. Έκανε ότι καλύτερο μπορούσε. Και εκείνος το καταλάβαινε. Βογκούσε από ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη. Και όση ώρα τον φρόντιζε, έσκυβε στ’ αυτί και του ψιθύριζε τη συμφωνία τους. «Ορκίζεσαι;» τον ρωτούσε. Και εκείνος της ένευε καταφατικά. Και όταν έφτανε η ώρα να φύγει του χάιδευε το μέτωπο. «Μην ξεχνάς τον όρκο σου», του έλεγε πριν κλείσει την πόρτα πίσω τους. Του έριχνε μια τελευταία ματιά. Να σιγουρευτεί ότι ήταν ικανοποιημένος. Στα δυο βήματα στο διάδρομο ξαναγύριζε τρέχοντας. Μισάνοιγε την πόρτα και του ‘λεγε: «Άντε, αύριο πάλι». Κι όταν απομακρύνονταν, παρακαλούσε να τον έχει ο Θεός καλά. «Τί θ’ απογίνουμε Θεέ μου έτσι και ο παππούς πεθάνει;»

Η Ευσταθία στέκεται στα πόδια του κρεβατιού. Καμία κίνηση, καμία αντίδραση από εκείνον. Το πρόσωπο του είναι εκρού. Χώνει το δεξί της χέρι κάτω από το σεντόνι. Τα δάχτυλα του παππού είναι άκαμπτα και παγωμένα. Τα κοιτάει. Είναι μοβ. Αθέτησε τον όρκο του. Δεν τίμησε την υπόσχεσή του. Πέθανε. Η Ευσταθία κοιτάει το μοσχοβολιστό ψημένο ψάρι στο λευκό πιάτο του νοσοκομείου. Μυρίζει θάλασσα, δροσιά και υγεία. Έχει προσθέσει δίπλα μια φέτα λεμόνι, δυο φέτες ντομάτες και μια φέτα μαλακό λευκό ψωμί τους κάθε μέρα. Ο παππούς έτρωγε μόνο τους ντομάτες. Η Ευσταθία αρπάζει το ψάρι, το χώνει στρωτά στον κόρφο της, ανάμεσα στα βυζιά της, να μην χάσει την υγρασία του, στα πλάγια του σουτιέν μπήγει τις ντομάτες, σφουγγίζει τα υπολείμματα από το πιάτο με το ψωμί, το χώνει στο εσώρουχό της, παίρνει τον δίσκο του μεσημεριανού φαγητού στα χέρια, κλείνει την πόρτα, κατεβαίνει στο υπόγειο, στην κουζίνα. Στο πόστο της. Χώνει τη φέτα λεμόνι στο στόμα κι αφήνει το άδειο πιάτο στην επόμενη βάρδια να το πλύνει. Βιάζεται. Πρέπει να περάσει την Πύλη πριν το ψάρι αρχίσει να μυρίζει. Βάζει το παλτό της. Κουμπώνεται μέχρι το λαιμό, ισιώνει το μπούστο της και φεύγει. Το ωράριό της έχει τελειώσει. Γενάρης. Το χιόνι της φτάνει μέχρι το γόνατο, το κρύο θερίζει, πρέπει να φτάσει στη σκηνή που της έχουν παραχωρήσει οι Γερμανοί. Μεγάλη η χάρη που της έκαναν. Τους πέταξαν έξω από το σπίτι τους, αλλά τους επέτρεψαν να ζουν στην αυλή του σχολείου, σε σκηνή, γιατί ο άντρας της ήταν ο δάσκαλος του χωριού. Στα χέρια της το λίπος από την κουζίνα έχει πετρώσει κι εκείνη πρέπει να χωρίσει το φρεσκοψημένο ψάρι, τις δυο φέτες ντομάτες και τη μια φέτα ψωμί στα τρία. Έχει δυο κοριτσάκια και έναν άντρα φυματικό να ζήσει. Έξω από τη σκηνή, ο πόλεμος με τους Γερμανούς μαίνεται.

Νίκη Γκίζη

συγγραφέας

Post Views: 3

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει